Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ-ΜΕΛΕΤΗ


Καταγραφή και μελέτη: Γεωργία Καρδιόλακα




Διήγηση: Μαρία Ντούρμα-Μυτάκη






Ο όρος ‘παραμύθι’ δεν σηματοδοτούσε πάντα είδος λογοτεχνίας κατάλληλο αποκλειστικά για παιδιά. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι ένας πρόσφατος διακανονισμός, που προέκυψε από την ικανότητα της αλληγορικής φύσης του παραμυθιού να περνάει
ηθικά διδάγματα. Εντούτοις, η ιστορία του παραμυθιού ξεκινάει από αρχαιοτάτων χρόνων ως τρόπος διασκέδασης, με στοιχεία σάτιρας – πολλές φορές πρόστυχου περιεχομένου –, τραγωδίας ή ακόμα και τρόμου. Τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων διασκευών είναι ότι έχουν στερεότυπη αρχή («μια φορά κι έναν καιρό»), χαρούμενο τέλος, και συχνές συναισθηματικές
περιγραφές, που εμπλουτίζουν και φορτίζουν τη διήγηση. Αντίθετα, οι περιγραφές στα Ελληνικά, παραδοσιακά παραμύθια είναι λακωνικές. Επίσης, οι ιστορίες συνήθως αρχίζουν και τελειώνουν απότομα, χωρίς σαφή οριοθέτηση ηθικού διδάγματος. Η βασική διαφορά, όμως, μεταξύ των σύγχρονων και των παλιών παραμυθιών είναι ο τρόπος διήγησης και μεταφοράς. Σήμερα, οι διάφορες εκδοχές είναι καταγεγραμμένες και συνήθως διαβάζονται στους ακροατές, χωρίς ιδιαίτερη ευθύνη στη ευφράδεια του αναγνώστη.

Αντίθετα, μισό αιώνα πριν, οι ιστορίες μεταφέρονταν προφορικά και η βαρύτητά τους βρισκόταν στη διακριτική ευχέρεια του κάθε παραμυθά. Συνεπώς, ενώ το βιβλίο αποδίδει ένα παραμύθι στηριζόμενο στη γνώση ενός μόνο δεινού συγγραφέα, ο κάθε εμπειρικός παραμυθάς στηρίζεται σε διαφορετικά επιφωνήματα, ποικίλα μεταφορικά σχήματα, τον ιδιαίτερο τόνο της φωνής, την κίνηση κι αν είναι δυνατόν, τον σχολιασμό βάσει κοινών βιωμάτων με τους ακροατές του.
Πολλές φορές, η ιστορία αλλάζει ανάλογα με τη διάθεση είτε του παραμυθά είτε των ακροατών κι η αυτοσχέδια αλληλεπίδραση των δύο είναι απαραίτητη. Συνεπώς, ένα γνωστό και χιλιοειπωμένο μύθευμα παύει να είναι γνωστό και χιλιοειπωμένο στο στόμα του παραδοσιακού παραμυθά. Είναι εύλογο, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι τα παραμύθια της προφορικής παράδοσης που αντλούμε από κάθε περιοχή αντιπροσωπεύουν λαογραφικά ντοκουμέντα της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής. Τα παραμύθια που συλλέχθηκαν από τη Στενή αποτελούν θησαυρό λαογραφικών συμπερασμάτων.
Εμπεριέχουν πραγματικά βιώματα, εξ' ου και οι επεξηγήσεις είναι συχνές σε ακροατές που δεν ανήκουν στη γενιά των παλιών κύκλων των παραμυθάδων. Εντούτοις, δε διευκρινίζεται πάντα η ταυτότητα του ομιλητή μέσα στο παραμύθι σ' αυτό παίζει μεγάλο ρόλο η αλλαγή στη χροιά της φωνής του παραμυθά.  Η γλώσσα είναι απλή, αλλά ιδιάζουσα. Καταλήξεις και φωνήεντα συχνά παραβλέπονται, πολλές φορές το ‘ο' γίνεται ‘ου', ενώ ο τόνος είναι γλαφυρός και γεμάτος ζωντάνια.  Επομένως, εκτός από τη λογοτεχνική αξία των ιστοριών, η χρήση της γλώσσας σηματοδοτεί το χαρακτήρα της διήγησης.
Γι' αυτό το λόγο, τα παραμύθια θα παρατεθούν όσο το δυνατό πιο κοντά στον αυθεντικό τρόπο διήγησης της Μαρίας Ντούρμα-Μυτάκη, χάρη στης οποίας την πολύτιμη βοήθεια, την υπομονή και την αγάπη έγινε δυνατή η συλλογή των Στενιώτικων παραμυθιών.
Όταν ο ακροατής δεν ανήκει στον κύκλο των γνωστών, οι επαναλήψεις κι οι επεξηγήσεις είναι συχνές. Όταν οι ακροατές είναι γνωστοί, πολλές φορές δίνονται επιπρόσθετες πληροφορίες γύρω από τα δευτερεύοντα στοιχεία, για παράδειγμα: «Έτσι το 'παθε το κουριτσ' όπως η κόρη της Ταδε»...


Η Πούλια κι ο Αυγερινός
Ήταν άλλο ένα, λέει μια φορά, που ήταν ένας πατέρας κι είχαν δυο παιδιά, ένα κορίτσκι ένα αγόρι. Το κορίτσι δε το θέλανε, λέει, και το είχαν βάλει μέσα σε ένα αμπάρι και το θρέφαν να το φάνε το Πάσχα. Το αγόρι, λέει, όμως, το αγαπούσε πολύ το κορίτσι.
Και λέει, αδερφούλα μου σ’ έχουν βάλει εδώ, αυτό κι αυτό, δε σε θέλουν λέει, θέλουν να σε σκοτώσουν. 
Και τι να κάνουμε, βρε αδερφέ. Ασε, θα κανονίσω εγώ, να σε πάρω να φύγουμε και να πάμε όπου μας βγάνει η άκρη. 
Φύγανε μια μέρα, πήραν ένα μπουκάλι λάδι, μια τσατσάρα κι ένα χτένι, άκου να δεις τώρα. Και το πήρε το κορίτσι για να φύγουνε.
Όταν πάει να σφάξει ο πατέρας αμολάνε την τσατσάρα, γίνεται δάσος. 
Ήταν μαγεμένα αυτά. Αμολάνε την τσατσάρα, γίνεται δάσος και δε μπορούσε να περάσει ο πατέρας.
Πάει να τα κηνυγήσει ο πατέρας πάλι, προχωράνε προχωράνε, τώρα αμολάει το χτένι.Άλλο δάσος, το πέρασε κι αυτό. Προχώρησαν προχώρησαν λέει, και ύστερα άντε να τους φτάσει ο πατέρας πάλι, ρίξαν το λάδι κι έγινε ένας ποταμός και δε μπορούσε ο πατέρας να τα πιάσει τα παιδιά. Προχωράνε προχωράνε, πήγαν σε ένα μέρος χωρίς να το ξέρουν. Στο δρόμο που πηγαίναν δίψασε το παιδί. 
Βλέπει μια πατησιά [χνάρι] από άλογο κι είχε νερό μέσα. Πήγε το αγόρι να το πιεί το νερό. Λέει «Μην πίνεις, αδερφέ μου νερό από κει γιατί θα γίνεις άλογο.» Δεν ήπιε, αλλά το αγόρι διψούσε τώρα.
Προχωράνε πάρα κάτω, βλέπουν μια πατησιά από αρνί. Λέει, «μην πίνεις αδερφούλη μου γιατί θα γίνεις αρνί». «Δε βαστάω», λέει αυτό, και πίνει. Εκεί που ήπιε έγινε αρνί.
Προχώρησαν, προχώρησαν, πάνε πού να πάνε. Ανεβαίνει πάνω σε ένα δέντρο, το κορίτσι. Πάει το βασιλόπουλο και την αγάπησε να την παντρευτεί. Την είδε και την αγάπησε. Κι ο αδερφός ήταν αρνάκι, ήταν από κάτω. «Κατέβα κάτω», αυτή δεν κατέβαινε. 
Ήταν μια γριά, λέει. Κάτσε λέει, θα στην κατεβάσω εγώ κάτω την κοπέλα.
Η γριά είχε βάλει κάτω ανάποδα τη σκάφη και πάει και κοσκίναε ανάποδα για να κατεβεί κάτω το κορίτσι να της πει πως είναι. Φώναζε το κοριτσάκι από πάνω. «Αλλιώς, γιαγιά, το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι.» Είχαμε τότε τα ξύλινα τα σκαφίδια εκεί που ζυμώναμε που είχαν και σίτες μεγάλες και κοσκινάγαμε. 
Κι η γριά το ’χε βάλει ανάποδα και κοσκίναε να δούμε τι θα πει το κορίτσι, για να την κατεβάσει κάτω να την πάρει το βασιλόπουλο. Κι έλεγε αυτό, «αλλιώς, γιαγιά, το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι». Κι έλεγε η γιαγιά από κάτω, «τι λες παιδάκι μου, δεν ακούω, είμαι κουφή!» Αλλιώς, γιαγιά, το κόσκινο αλλιώς και το σκαφίδι, αυτή, δεν ακούω η άλλη! Πήγε, κατέβηκε κι η έρμη να της δείξει πώς είναι, την πήρε το βασιλόπουλο την κοπέλα και την παντρεύτηκε. Το αρνάκι πήγαινε από κοντά. «Αυτό το αρνάκι μην το σφάξετε,» λέει, «είναι ο αδερφός μου». Ύστερα όλοι εκεί λένε, να το σφάξουμε αυτό το αρνί, λέει, το σόι του βασιλιά, εκεί. Λέει δε θα το σφάξετε, γιατί είναι αυτό κι αυτό, λέει. Πάει μια μέρα, δεν ήταν εκεί η κοπέλα και το πιασαν και το σφάξανε το αρνί, το κακόμοιρο. Πάει αυτή, λέει, έλα να φας. Τι να φάω; Το αρνί. Λέει, δε σαν είπα να μην το σφάξετε, λέει. Μαζεύει τα κοκαλάκια, λέει, ότι είχε το αρνάκι και πήγε και τα μούλωσε σε ένα μέρος εκεί, τα έθαψε. Όταν πέρναγε αυτή από κει, έσκυβαν τα δέντρα τη χαϊδεύαν την αδερφή. Όταν πήγαινε αυτός [ο βασιλιάς], έκαναν πίσω και δεν τον ακουμπούσαν, αυτόνε που το ’χε σφάξει. Κι εκεί βγαίνει μια μηλιά και πάει η κοπέλα να κόψει το μήλο κι ανοίγει ο ουρανός και τους παίρνει μέσα. Κι έγινε αυτή η Πούλιαπου βγαίνει το βράδυ κι ο αδερφός της ο Αυγερινός που βγαίνει το πρωί.

Η Πούλια κι ο Αυγερινός – Το παραμύθι της μεταμόρφωσης

Αρκετά διαδεδομένο παραμύθι στην Ελληνική παράδοση, περιέχει κράματα από
διάφορους θρύλους. Ξεκινάει με την πρόθεση των γονιών να φάνε το παιδί και την
·         απελπισμένη προσπάθεια ενός αδερφού ή αδερφής να το σώσει. Το μοτίβο αυτό είναι
γνωστό στα παραμύθια των Γκριμ – Ο Αγριόκεδρος είναι αντιπροσωπευτικό
παράδειγμα. Εντούτοις, δεν είναι καθόλου άγνωστο προς την Ελληνική παράδοση.
Δείγματα κανιβαλισμού από γονιό συναντώνται στον αρχαίο μύθο της Φιλομέλας, και
στις Βάκχες του Ευριπίδη . Μάλιστα, ο μύθος της Φιλομέλας περιέχει μοτίβα
μεταμόρφωσης, όπως και στο παραμύθι της Πούλιας και του Αυγερινού, που
αντιπροσωπεύουν την κατάσταση των προταγωνιστών εν ζωή. Η Πρόκλη
μεταμορφώθηκε σε χελιδόνι που πετάει από στέγη σε στέγη, ψάχνοντας για
οικογενειακή αρτιότητα εις μάτην, ενώ η Φιλομέλα έγινε αηδόνι, που κρύβεται από
ντροπή και θρηνεί την αγνότητά της. Παρομοίως, η Πούλια κι ο Αυγερινός
αντιπροσωπεύουν την αποτυχία των δυο αδερφιών να συναντηθούν, στην αρχή λόγω
της διαφορετικής υπόστασής τους ως άνθρωπος και ζώο και ύστερα ως ζωντανή
αδερφή και νεκρός αδερφός. Πέρα από τα κοσμικά στοιχεία της μεταμόρφωσης,
έχουμε την παράδοση της πηγής της μεταμόρφωσης που είναι η πατημασιά ενός ζώου.
Το ίδιο μοτίβο καταγράφεται από τους αδερφούς Γκριμ, στο Δυο Αδέρφια.
Παρατηρείται κι εδώ ο φόβος της μεταμόρφωσης σε κάτι κατώτερο από τον
πολιτισμένο άνθρωπο, όταν αποτυγχάνει να πειθαρχήσει στα βασικά του ένστικτα,
στη συγκεκριμένη περίπτωση τη δίψα του μικρού αγοριού για νερό. Η παρουσία της
γριάς, ως απομηχανής θεού, καθώς και τα ρυθμικά λόγια του κοριτσιού, εντάσσονται
στην Ελληνική παράδοση. Η γριά (ή γέρος) στα παραμύθια, που συνήθως έχει πολλά
χρόνια στην πλάτη της, προσφέρει τη λύση όταν οι ήρωες βρίσκονται σε αδιέξοδο.
Βοηθάει πάντα τον πρωταγωνιστή, και ξέρει τι βοήθεια να δώσει για να έχει η ιστορία
αίσιο τέλος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ρόλος της γριά δεν είναι ενσυνείδητος. Δε
βοηθάει την ηρωίδα, αλλά τον συμπρωταγωνιστή και μάλιστα η βοήθειά της
αποδεικνύεται μοιραία για τα δυο αδέρφια. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι Η
Πούλια κι ο Αυγερινός δεν είναι αυτούσιο παραμύθι, αλλά μία σύνθεση πολλών
παραδόσεων.

·         Ο βοσκός και το φίδι

Μια φορά ήταν ένας βοσκός. Εκεί που πήγαινε είδε μια φωτιά κι εκεί απου κάτου
ήταν παγιδευμένο ένα φίδι. «Βόηθα με να βγω», λέει το φίδι. Το βγάζει κι ο βοσκός,
«τι καλό να σου κάμω;» λέει το φίδι. «Θέλω να καταλαβαίνω όλα τα ζώα», λέει αυτός.
Τον παίρνει το φίδι, πάνε στην κορυφή του βουνού, όπου είχαν σύναξη τα φίδια.
Βάλανε τον βοσκό στη μέση και περνούσαν όλα ένα ένα και τον έφτυναν κι έτσι
κατάλαβε τη γλώσσα όλων των ζώων. Όταν τον έφτυσαν όλα, το φίδι που είχε σώσει
τον πήρε κατά κει και τ’ λέει: «Μην πεις αυτά που είδες, τίποτα, τίποτα, αλλιώς θα
πεθάνεις». Ο βοσκός σηκώθηκε, πήγε σπίτι τ’. Την άλλη μέρα πήγε με τη γυναίκα τ’
στο χουράφ’ μαζί με τη φοράδα που ήταν γκαστρουμέν και το π’λάρι τσ’. Η γυναίκα
του ήταν κι αυτή γκαστρωμένη και είχε κι ένα μωρό στην αγκαλιά και καθόταν πάνω
στη φοράδα. Πίσω ερχόταν το πουλάρι κι αυτό γκρίνιαζε στη μάνα τ’, λέει, «χι, χι,
μάνα, δε μπορώ άλλο, κουράστηκα».
«Βρε,» του ’λεγε η φοράδα, «εγώ κουβαλάω την κυρά που ’ναι γκαστρουμένη δυο και
το μωρό στην αγκαλιά τρεις, και το π’λάρι στην κοιλιά μου τέσσερις και μια εγώ
πέντε, κι εσύ παραπονιέσαι που ’σαι μονάχος και μια σταλιά;» Τους άκουσε ο βοσκός,
λέει στη γυναίκα του, «κατέβα γυναίκα γιατί η φοράδα είναι γκαστρουμέν’ και δε
μπορεί.» «Κι εσύ πού το ξέρεις;» λέει αυτή. «Δε μπορώ να πω πού το ξέρω γιατί θα
πεθάνω!» της λέει αυτός. Έπειτα ήταν να σφάξουν ένα μανάρι. «Μπε, μπε,» φώναζε
αυτό, «μάνα με σφάζουνε». «Για κοίτα,» έλεγε κι η προβατίνα, «δώδεκα θηλυκές τους
έκανα τις έχουν και βουσκάνε, και τώρα που έκανα κριό, θέλουν να μου το σφάξουν.»
Τ’ ακούει ο βοσκός, λέει στη γυναίκα τ’, «γυναίκα, να μην το σφάξουμε αυτό, άλλο να
σφάξουμε.» «Τι λες, βρε άντρα, τώρα που το έχουμε έτοιμο γιατί να μην το
σφάξουμε;» «Δε μπορώ να σου πω το μυστικό γιατ’ θα πεθάνω!» Το βράδυ ουρλιάζαν
οι λύκοι κι ο βοσκός ξύπνησε. Είχε κάτι νέα, δυνατά σκυλιά κι έλεγαν μεταξύ τους:
«Να κατεβάσουμε τους λύκους, να φάμε κι εμείς κοντά κι ύστερα τα ρίχνουμε τους
λύκους.» Είχε ο βοσκός κι ένα γέρικο σκυλί κι ένα κουτάβι. Ο γέρος έλεγε: «Πίσω,
κιαρατάδες. Δυο δόντια έχω, πάνω σας θα τα βγάλω.» Κι έλεγε και το κουτάβι: « Κι
εγώ στον παππούλη κουντά». Το πρωί σηκώνεται ο βοσκός και λέει στη γυναίκα τ’,
«να σκοτώσουμ’ τα καλά σκυλιά και να κρατήσουμε το γέρο και το κουτάβι.»
«Τρελάθηκες, άντρα;» «Να τα σκοτώσουμ’ αλλά δε μπορώ να σου πω το μυστικό
γιατί θα πεθάνω.» «Ε, πες το κι ας πεθάν’ς!» του λέει αυτή. «Δεν το λέω!» Πες το –
δεν το λέω – πες το – δεν το λέω, τον έσκασε τον βοσκό. «Άντε να σου πω!» τσ’ λέει.
«Φτιάξε τα κόλλυβα και ρούχα να μ’ ετοιμάσεις να πιθάνω.» Άρχισε αυτή να
ετοιμάζει. Απ’ έξω ήταν οι κότες κι έλεγαν, «βρε το καημένο το αφεντικό, θα πεθάνει
’πόψε που θα πει το μυστικό τσι γυναίκας του». Τ’ ακούει ο κόκορας και λέει: «Εγώ
τις έχω τόσες και τις έχω προσοχή κι αυτός μία έχει και τον κάνει ό,τι θέλει». «Ε, και
τι να κάμει;» ρωτάνε οι κότες. «Να πάρ’ ένα πουρναρίσι, να κρυφτεί πίσω απ’ την
πόρτα κι όταν μπει αυτή να την αρχίσ’ και θα δεις εσύ!» Τ’ ακούει κι ο βοσκός,
παίρνει ένα πουρναρίσι και κρύβεται πίσω απ’ την πόρτα. Σε λίγο μπαίνει η γυναίκα τ’
και λέει: «Έλα άντρα και σ’ ετοίμασα!» Την αρχίζει αυτός τσι ξυλιές και την κάνει
μαύρη. Στο τέλος άρχισε να φουνάζει αυτή: «Άσε με, αντρούλη μου, και μη μ’ το
λες.» Κι έτσι, ησύχασε αυτός, ησύχασε κι αυτή, κι ησυχάσαμε όλοι.

Ο Βοσκός και το Φίδι – Το παραμύθι του μυστικού

Εδώ εξυμνούνται δύο πράγματα: η σοφία των ζώων και η θρυλική, γυναικεία
περιέργεια. Η γνώση των ζώων είναι ένα μοτίβο γνωστό σε κάθε μυθολογία και κάθε
·         φυλή της γης. Κάθε παράδοση έχει συμβολισμούς που αντιστοιχούν σε ζώα και
υπάρχουν πολλές θρησκείες που τους ασπάζονται. Οι Σαμάν στην Αφρική, οι Ινδιάνοι
στην Αμερική, οι Βουδιστές και άλλοι θρησκευτικοί κύκλοι περιλάμβαναν – ή
περιλαμβάνουν ακόμα – τις συμβολικές δυνάμεις των ζώων στις δοξασίες τους. Στην
Ελληνική παράδοση, τα ζώα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με χαρακτηρισμούς που τα
περιγράφουν, για παράδειγμα πονηρή αλεπού, κακός λύκος, σοφή κουκουβάγια κλπ.
Το φίδι έχει αποκτήσει διφορούμενο συμβολισμό εφ’ όσον αντιπροσωπεύει την
ενέργεια και τη γνώση, που όμως συνεπάγονται την καταστροφή. Στο συγκεκριμένο
παραμύθι, το φίδι είναι φορέας υπερφυσικής γνώσης, η οποία μεταδίδεται μέσω υγρού
στον άνθρωπο (σάλιο), πράγμα που θυμίζει τους θρύλους της Γερμανικής
μυθολογίας . Με το τελετουργικό φτύσιμο των φιδιών, σφραγίζεται μια μυστική
συμφωνία που επιβάλλεται να κρατηθεί μυστική, αλλιώς θα επέλθει η πτώση. Αυτό θα
μπορούσε να παραλληλιστεί με την ιστορία του προπατορικού αμαρτήματος, μόνο
που εδώ δεν είναι το φίδι που βάζει σε πειρασμό την Εύα. Είναι η ίδια η Εύα – στο
πρόσωπο της γυναίκας του βοσκού – που αγωνιά να επιβεβαιώσει τη φήμη της ως
αγιάτρευτα περίεργη, κάνοντας τον άντρα της να προτιμά τον θάνατο από την γκρίνια
της.


·         Η γριά που ήθελε να παντρευτεί

Ήταν μια γριά, πουλύ γριά ήταν αυτή, κι ήταν με το γιό της που την κούναγε σε κόυνια για να κοιμηθεί, τόσο
πολύ  τη   φρόντιζε.   Μια  φορά   πιρνά   ίνας   πραματηυτής  –   ήταν   αυτοί   που   είχαν   πράματα,   κουβαρίστρες,
πράματα κι έπαιρναν αυγά, τέτοιοι ήταν – κι πέρασ’ κάτω απ’ του μπαλκόνι της γριάς. Την τήραε που τ’ν
είχαν σε κούνια και λέει: «Καλά είσαι, ρε γριά, αλλά να ’χες κι ένα γέρο, ακόμα καλύτ’ρα.» Πάει η γριά στο
γιο τσ’ και τ’ λέει: «Γιέ μου, καλά μ’ εχεις ιδώ, θέλω κι ένα γέρο.» «Τι λες, ρε μάνα, που σ’ έχω δω και σ’ έχω
καλά κι σε φρουντίζω κι εσύ θες και γέρο να μας κάν’ς ριζίλι;» «Ιγώ θέλου γέρου να μου βρεις.» Με τα πολλά
τσι λέει ο γιος της: «Θα σου βρω του γέρου, αν κάνεις αυτό. Να πας και κάτσεις στην ταράτσα ούλη νύχτα κι
αν κρατήσεις θα σου βρω γέρου.» Πηγαίνει κι η γριά στη ταράτσα κι κάθ’σε κι έκανε ένα κρύο, που να
κρατήσ’ η γριά η κακουμοίρα. Κι έλεγε: «’Ποψι με τουν άνιμου Αύριου με τον άντρα μου.» Καθόταν κι έλεγε
για κουράγιου, αλλ’ ήταν κι ξαστιριά, που να ζήσ’ η γριά η καημένη, κοκκάλωσε κι έλιγε: «ποπ’, ποπ’» - δε
μπορούσε να του πει η καψόγρια του «’ποψι με τουν άνιμου», κι έλιγε «ποπ’, ποπ’» απ’ του κρύου.

Η Γριά που Ήθελε να Παντρευτεί – Η κοινωνική σάτιρα


Εδώ έχουμε μια άλλη όψη του γάμου, εκείνη που κατακρίνεται από τον κοινωνικό περίγυρο. Το παραμύθι
είναι φτιαγμένο να σατιρίσει τη γριά που θέλει να παντρευτεί. Έχουμε κι εδώ τον εθιμοτυπικό, ακατόρθωτο
όρο, μόνο που εδώ αναθέτεται στη νύφη αντί για τον γαμπρό. Κι έτσι έχουμε στην ταράτσα την γκροτέσκα
φιγούρα της γριάς-νύφης που παίρνει από μόνη της την προτοβουλία να παντρευτεί, η οποία κάθεται μες στο
κρύο  με συντροφιά τις φρούδες ελπίδες της και το μόνο που μπορεί να αρθρώσει είναι «ποπ’,  ποπ’». Η
τραγελαφική αυτή εικόνα έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με την κοινωνικά αποδεκτή, υγιή και νέα νύφη που δεν
καταδέχεται το φλερτ και απολαμβάνει τη χαρά να απορρίπτει τον αντρικό πληθυσμό με ένα απόλυτο «όχι




Οι 40 Δράκοι



Ήταν, λέει, 40 δράκοι που ζούσαν σε μια σπηλιά. Και πήγαινες εκεί κι έλεγες, «άνοιξε, σπηλιά» κι άνοιγε η σπηλιά. Έπαιρνες μέσα τον χρυσό, ας πούμε, που είχαν μέσα οι δράκοι. Αλλά όταν έμπαινες μέσα κι έλεγες κλείσε σπηλιά, δεν άνοιγε η σπηλιά από μέσα. Κι όταν είχε πάει, λέει, εκεί ένας που ήταν ο πιο φτωχός, είπε «άνοιξε, σπηλιά» άνοιξε η σπηλιά και πήρε μέσα το χρυσό που είχαν εκεί. Δεν ήταν εκεί οι δράκοι, είχαν πάει να δουλέψουν γιατί δουλεύουν και οι δράκοι.
Κι ήρθε ένας γείτονας που τον είδε και του λέει, «που τα βρήκες αυτά;», του λέει. «Αυτό κι αυτό», λέει, «και πήγα σε μια σπηλιά που ήτανε οι δράκοι και πήρα το χρυσό.» Λέει, «θα πάω κι εγώ», λέει. Αυτός δεν βγήκε από κει μέσα, το βρήκαν οι δράκοι και τον σκοτώσανε, γιατί όταν πήγε μέσα είπε «κλείσε, σπηλιά», ενώ ο άλλος δεν είπε, κι η σπηλιά δεν άνοιγε από μέσα. Θα πήγαινες εκεί θα έλεγες, «άνοιξε σπηλιά», θα άνοιγε, αλλά όταν έχεις μπει να μην έχεις κλείσει τη σπηλιά από μέσα. Ενώ ο άλλος πήγε μεσα, «άνοιξε σπηλιά», άνοιξε η σπηλιά. Πήγε μέσα, «κλείσε, σπηλιά, τώρα». Έκλεισε η σπηλιά, έμεινε μέσα αυτός. Έπρεπε να ’ναι όξω άλλος να του ανοίξει μετά. Ναι. Και πήγε κρύφτηκε μες στο χρυσό, αυτός και λέγαν οι δράκοι, «ανθρώπινο κρέας μυρίζει εδώ», και ψαξαν και τον βρήκαν. Τον έφαγαν, έφαγαν και το γαϊδούρι που είχε φέρει να φορτώσει.
Οι 40 Δράκοι – Το παραμύθι του άπληστου
Αυτό το παραμύθι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ύμνος ενάντια στην απληστία, τη ζήλια και την απροσεξία. Είναι φανερό ότι πρόκειται για μια παραλλαγή του Αραβικού παραμυθιού Ο Αλή-Μπαμπά κι οι 40 Κλέφτες. Παρόμοιες διηγήσεις όμως υπάρχουν και στην Ελληνική παράδοση, όπως Οι Δώδεκα Μήνες. Η Στενιώτικη, σατιρική προσθήκη της κατανάλωσης και του δύστυχου, αθώου γαϊδουριού στο τέλος είναι χαρακτηριστικό δείγμα αυτοσχεδιασμού για να κερδισθούν οι εντυπώσεις και να γίνει πιο ελαφρύ το κλίμα.

·          

·         Ο Δεκατρής
Ήταν ένας πατέρας, λέει, και μια μάνα, κι είχανε κάνει δώδεκα παιδιά. Δώδεκα είχαν
κάνει, υπάρχουνε και τώρα που κάνουνε. Και το τελευταίο που κάνανε δεν είχανε
όνομα να το βγάλουνε και το βγάλανε Δεκατρή. Το όνομά του ήταν Δεκατρής.
Ύστερα, λέει, αυτό, ήταν πολύ έξυπνο το παιδί. Ας πούμε, έκανε τα πάντα, τις
δουλειές, όλα, όλα, όλα. Πόσες κατεργαριές είχε κάνει, λέει! Ύστερα, λέει, πήγαινε
στο δράκο, ήταν ένας δράκος, λέει, και πήγαινε να τονε κλέψει τον δράκο κι ο δράκος
είχε ένα άλογο με άμαξα. Το άλογο ήταν από κάτω. Πήγαινε λέει να του το πάρει ο
Δεκατρής. Το άλογο φώναζε «αφεντικό με παίρνουνε, αφεντικό με παίρνουνε». Αυτός
ήταν μικρός και κρυβόταν μέσα στο άχερο. Κατέβηκε, ξανακατέβηκε ο δράκος, δεν
τον έβλεπε. Το περιλαβαίνει το άλογο στο ξύλο γιατί φώναζε, «αφεντικό, με
παίρνουνε». Ύστερα το άλογο δεν ξαναφώναξε. Το παίρνει ύστερα αυτός ο Δεκατρής
και το πάει στον πατέρα του. Το πήγε στον πατέρα του, λέει, το άλογο. Ύστερα στο
τέλος-τέλος, ο δράκος τον είχε φοβηθεί τον Δεκατρή γιατί έκανε πολλά πραγματα και
τον είχε για μεγάλο. Λέει αυτός μπορεί να μας φέρει και τον δράκο ζωντανόνε εδώ.
Παίρνει μια μέρα ο Δεκατρής τη χρυσή άμαξα που είχε ο δράκος. Πάει εκεί, λέει, και
παίρνει ένα κασόνι μεγάλο. Και πάει εκεί στον δράκο και παίρνει ένα σκεπάρνι – το
λέγαμε εμείς. Λέει στο δράκο, «κοίτα», λεει, «κοίτα θα έρθει ο Δεκατρής. Να σε βάλω
μέσα στο κασόνι εσένα, κι ύστερα, την ώρα που θα έρθει ο Δεκατρής, να δώσεις μια
σπρωξιά και να σηκωθείς να τονε φας τον Δεκατρή γιατί είναι πολύ πονηρός», λέει.
Πήγε λέει, βάζει τον δράκο μέσα, αρχίζει, λέει, και τον κάρφωνε ο Δεκατρής τον
δράκο. Λέει [ο δράκος], «ρε κιαρατά, γιατί με καρφώνεις;». «Εγώ είμαι ο Δεκατρής»
λέει. Τον βγάζει όξω [τον δράκο], τον βάζει στη χρυσή άμαξα και τον πήγε εκεί που
είχαν πει.


Ο Δεκατρής – Ο Έξυπνος Ήρωας

Το παραμύθι αυτό αποτελεί ένα απόσπασμα από όλα τα κατορθώματα του θρυλικού Δεκατρή.
 Ο Δεκατρής λεγόταν είτε ως ένα μεγάλο παραμύθι, είτε σε μικρές αυτόνομες
συνέχειες, στις οποίες ο μικρούλης ήρωας καταφέρνει να ξεγελάσει κάποιον μεγάλο
και δυνατό αντίπαλο. Οι ιστορίες του θυμίζουν τον Κοντορεβυθούλη και τον
Παπουτσωμένο Γάτο. Ο κεντρικός ήρωας εδώ, δεν είναι γενναίος ή δυνατός. Αντίθετα
είναι μικροκαμωμένος και ασήμαντος – τόσο ασήμαντος που δεν έχει καν ένα
κανονικό όνομα . Το δυνατό του σημείο είναι η εξυπνάδα και η τόλμη. Προφανώς, σε
μία κοινωνία στην οποία η δύναμη ήταν απαραίτητη για τις δουλειές, ένας
μικρόσωμος άντρας ήταν πολύ εύκολο να βρεθεί στο περιθώριο. Επομένως, ο
Δεκατρής ήταν η ηρωική μορφή που αποδείκνυε ότι υπάρχουν αρετές που μετράνε
περισσότερο απ’ τη δύναμη. Μάλιστα, το μικρό του μέγεθος είναι σύμμαχος στις
κατεργαριές καθώς του επιτρέπει να τρυπώνει και να κρύβεται από την απειλητική,
ανδροπρεπή φιγούρα του μεγαλόσωμου δράκου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο δράκος
δεν είναι η ιπτάμενη δεινοσαυροειδής φιγούρα που έχει επικρατήσει να θεωρείται
σήμερα. Στην πραγματικότητα, όταν λέγονταν ακόμα για διασκέδαση αυτά τα
παραμύθια στη Στενή, οι παραμυθάδες δεν ήξεραν καν γι’ αυτό το είδος δράκου. Ο
δράκος εδώ είναι ένα είδος ανθρωπόμορφου γίγαντα, που μερικές φορές έχει μαγικές
ικανότητες, βγάζει φωτιά απ’ το στόμα και είναι λάτρης του ανθρώπινου κρέατος.
Πολλές φορές σε παραμύθια, τον συναντάμε να απαγγέλει την αγαπημένη του φράση:
«Μμμμ! Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει!» Η υπόσταση του δράκου εδώ είναι
πρωτόγονη, και εμπνέει ένα συναίσθημα αρχέγονου τρόμου, εφ’ όσον υπάρχει η
υπόνοια κανιβαλισμού στο πρόσωπό του. Στα παραμύθια συνήθως δεν τον βλέπουμε
·         εν δράσει. Όμως η ικανότητά του να μυρίζει το ανθρώπινο κρέας, καθιστά τον δράκο
ον του ζωικού βασιλείου και τοποθετεί τον άνθρωπο σε χαμηλότερα στάδια της
τροφικής αλυσίδας. Και τα δύο μειώνουν την εξυψωμένη, ευφυή φύση του ανθρώπου.
Ο δράκος είναι το αρσενικό που χρησιμοποιεί τη δύναμή του ως μέσο τρομοκρατίας
για τους πιο αδύναμους. Είναι λαίμαργος, άπληστος, απολίτιστος και αντιπροσωπεύει
τα ζωώδη ένστικτα. Είναι ενδιαφέρον ότι σε πολλές μυθολογίες, οι γίγαντες
πρεσβεύουν τις προτόγονες δυνάμεις του χάους και της στειρότητας . Τη χειραγώγηση
του ανθρώπου από τις δυνάμεις του χάους έρχεται να σταματήσει ο πολιτισμένος,
τετραπέρατος Δεκατρής, που χρησιμοποιεί την ευφυΐα ενάντια στα πρωτόγονα
ένστικτα και τα καταφέρνει πάντα να μας βγάζει ασπροπρόσωπους

·          

·         Ο Ζευγολάτης, το Γαϊδούρι κι η Αλεπού

Ήταν μια φορά ένας ζευγολάτης. Κι εκεί που είχε θερίσει, άφησε το στάρι έξω, δεν το
βαλε στην αποθήκη. Το βράδυ ήρθαν δυο αλεπούδες και του το πήρανε. «Ωχ, τι
έπαθα», λέει αυτός, «μου πήραν το στάρι». «Αφεντικό», του λέει ο γάιδαρος, «αν σου
φέρω τις αλεπούδες που σε κλέψαν τι θα μου δώσεις;». «Θα σου ’χω ένα δεμάτι σανό
να τρως ένα χρόνο.» Πάει ο γάιδαρος, πάει έξω από τη φωλιά των αλεπούδων εκεί,
και έπεσε κάτω κι έκαμε τον ψόφιο. Αυτού που καθόταν έκλανε κι απ’ τη βρώμα, οι
αλεπούδες νόμιζαν ότι είχε ψοφίσει.
«Τι να τον κάνουμε αδερφή; Να τον φάμε εδώ;» «Αν τον φάμε εδώ, θα έρθουν κι
άλλες αλεπούδες να φάνε. Να τον δέσουμε και να τον πάμε αλλού, απ’ την άλλη να
τον φάμε.» Εκεί που τον έδεναν, είπε η μια στην άλλη. «Είδα άσχημο όνειρο». «Ε, τι
είδες», λέει. «Είδα ότι ήμασταν, λέει, στο παζάρι, κρεμασμένες σε τσιγκέλι.» Χα-χα-
χα, η άλλη, δεν την επίστεψε. «Όνειρο είναι,» λέει, «πιάσε τώρα να δέσουμε [τον
γάιδαρο]». Εκεί που τον δένουν, σηκώνεται ο γάιδαρος κι αρχίζει να τρέχει. Κι έτρεχε
έτρεχε, δε μπορούσαν να κατέβουνε οι αλεπές. «Αδερφή, κλατ’ κι αποκλατ’» λέει η
μια. «Κλατ’ κι από κλατ’ τώρα. Όταν σ’ λέω πως είδα κακό όνειρο, εσύ δε με
πιστεύεις». Τις πάει κι ο γάιδαρος στ’ αφεντικό και τις αφήνει και παίρνει ένα δεμάτι
σανό για ένα χρόνο. Κι οι αλεπούδες πήγαν στο παζάρι στο τσιγκέλι όπως ήταν το
όνειρο.

Ο Ζευγολάτης, Το Γαϊδούρι κι η Αλεπού – Το παραμύθι του κλέφτη
Όσοι κάτοικοι της πόλης άκουσαν το συγκεκριμένο παραμύθι, θεώρησαν ότι η
τιμωρία των αλεπούδων ήταν πολύ σκληρή. Σίγουρα η κλεψιά στην εποχή μας είναι
απλώς μια δυσάρεστη εμπειρία, όμως παλιότερα θέτονταν ζητήματα επιβίωσης. Οι
οικογένειες ήταν μεγάλες, και αν και η Στενή είχε αυτόνομη οικονομία, οι ανάγκες
ήταν πολλές και η κλεψιά ήταν ιδιαίτερα σοβαρή υπόθεση. Το παραμύθι αυτό
παρουσιάζει αισωπικές, ζωομορφικές φιγούρες, που εξυπηρετούν στη σύνθεση μιας
αλληγορίας που μέμφεται τους κλέφτες. Οι κλέφτες δεν έχουν θέση σε μια κοινωνία
με ανάγκες, στην οποία η σκληρή δουλειά ενός ζευγολάτη ζημιώνεται από την
πονηριά δυο αλεπούδων. Συνεπώς, κάποιος που αγωνίζεται για την επιβίωση μιας
οικογένειας, δε είναι διατεθειμένος να νιώσει συμπάθεια για τη ζωή ενός κλέφτη. Η
αμοιβή του γαϊδάρου είναι ένα επίσης ενδιαφέρον θέμα. Το ολόκληρο δεμάτι σανό για
κάθε μέρα επί ένα χρόνο είναι ίσως δυσανάλογη πληρωμή για τις υπηρεσίες του, εφ’
όσον προέρχεται από έναν δύστυχο ζευγολάτη. Είναι πιθανό, λοιπόν, ότι η
αιχμαλωσία ενός κλέφτη θεωρούταν σημαντικότερη από τη ζημία. Τα σατιρικά
στοιχεία – σε σημείο αθυροστομίας – δε λείπουν από τη διήγηση. Η εξυπνάδα του
γαϊδάρου που ξεπερνάει την πονηριά των αλεπούδων, περιβάλλεται από
χαρακτηριστικά βιολογικά δρώμενα, τα οποία στην καθημερινή συνομιλία
θεωρούνταν «ντροπιαστικά». Στα παραμύθια, όμως, που ήταν δημοφιλέστατο μέσο
διασκέδασης, οι αθυροστομίες ήταν επιτρεπτές έως και επιθυμητές.



· 
·         Το Αηδόνι

Έλεγε, ήταν ένας βασιλιάς – ένας βασιλιάς, ήταν βασιλιάς αυτός – κι έχτισε μια
εκκλησία. Τούτος είχε πολλά παιδιά – είχαν πολλά παιδιά τότε, ακόμα και τώρα
μερικές κάνουν τόσα – κι ένα παιδί καταμικρό. Κι ο βασιλιάς τους λέει, «πηγαίντε
εσείς», λέει, «ποιος θα φέρει το κατακαλό δώρο να κρεμάσω στην εκκλησία». Ε,
φεύγαν τα παιδιά και πήγαιναν να φέρουν δώρο του πατέρα τους. Αλλά ο ένας, ο
καταμικρός, πήγαινε σε μια που ήταν μάγισσα, νεράιδα. «Τι θες να σου κάνω;» λέει
αυτή. «Να μου δώσεις το κατακαλό δώρο να το πάω του βασιλιά». Του δίνει, αυτή,
ένα αηδόνι που κελαηδούσε και σου ’κανε ό,τι ήθελες. Ας πούμε, του δινες μύδγαλο
και του ’λεγες, κι αυτό κελαηδούσε και το έκανε χρυσή κορδελίτσα. Κι αυτό – γιατί
να ήταν το κατακαλό δώρο; – δεν τον θέλαν [τα αδέρφια του]. Αυτό κελαηδούσε κι ότι
έλεγε γινόταν, ενώ αυτοί δεν ήξεραν τι να του πάνε [του βασιλιά].
Κι επειδής πήγαινε το πιο καλό, δεν τον θέλαν τα παιδιά, τον ζηλεύανε. Και τον
πιάσανε, πήγαν σ’ ένα μέρος εκεί σ’ ένα πηγάδι και λέει, «να κατεβούμε να πιούμε
νερό με τη σειρά». Κατεβαίνει ο ένας, τον βγάλανε. Κατεβαίνει ο άλλος, τον βγάλανε.
Κατεβαίνει κι ο μικρός και πάει, τον αφήσανε εκεί. Και πήραν το δώρο και το πήγαν
στο βασιλιά, στον πατέρα τους. Αλλά αυτό το πουλί που είχαν για να κελαηδάει δε
μίλαγε καθόλου στους αλλουνούς. Και ύστερα, λέει, αυτός [το παιδί από το πηγάδι],
φώναζε. Πήγε ένας τσοπάνος από πάνω και φώναζε αυτός [το παιδί], «βοήθεια,
βοήθεια, βοήθεια!». «Τι θες, βρε παιδί μου;» λέει [ο τσοπάνος]. Λέει, «βγάνε με από
δω, με έχουν ρίξει τ’ αδέρφια μου». «Δε σε βγάζω», λέει ο βοσκός, «γιατί θα με φας».
Νόμιζε ότι ήταν τέρας μέσα στο πηγάδι. «Βγάνε με δε θα σε φάω». Τον βγάζει ο
τσοπάνος, του λέει, «τι θα μου δώσεις;». «Θα σου δώσω τα ρούχα τα βασιλικά κι εσύ
να μου δώσεις τα κουρέλια». Λοιπόν, πήρε τα ρούχα, λέει, κι εκείνος έβαλε τα
κουρέλια. Πήγε, λέει, όταν πήγε εκεί στην εκκλησία που τα είχαν κρεμάσει όλα τα
δώρα όλα, πήγαινε. Όταν τον είδε το πουλί, τ’ αηδόνι κελαηδούσε «Κλι, κλι, κλι – κλι,
κλι, κλι». Τ’ αδέρφια του θύμωσαν. «Πιάστε αυτόν τον παλιόγυφτο», λέει, «και
πετάχτε τον έξω, που γι’ αυτόν κελαηδάει και για μας τίποτα. Τον πιάνουν, λέει, να
τον πετάξουν έξω, κι ύστερα, λέει, τον γνώρισε ο πατέρας του και τον πήρε πίσω. Το
Αηδόνι – Το παραμύθι του ήρωα Το πρώτο παραμύθι αυτής της συλλογής, Το Αηδόνι,
αναφέρεται στην αποστολή του στερεότυπου «κατάκαλου» ήρωα, από την οποία
εξαρτάται η μελλοντική του αποκατάσταση. Ο κύριος χαρακτήρας συνήθως έχει
σπάνια χαρίσματα, τα οποία απαραίτητα λείπουν από τους ανταγωνιστές του. Από την
αρχή της διήγησης γίνεται ξεκάθαρο ότι ο ήρωας υπερέχει, εφ’ όσον γίνεται
συγκεκριμένη αναφορά σ’ εκείνον: «…είχε πολλά παιδιά κι ένα παιδί καταμικρό.»
Παρόμοιο μοτίβο σύστασης του ήρωα συναντάται και σε δημοτικά ποιήματα, όπως
στο Μικρό Βλαχόπουλο: «Ο Κωνσταντίνος ο μικρός κι ο Αλέξης ο αντρειωμένος Και
το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης…» Είναι φανερό ότι οι πληροφορίες που
δίνονται για κάθε χαρακτήρα και στις δύο περιπτώσεις είναι ποσοτικά δυσανάλογες. Η
μοναδικότητα του ήρωα δεν επισημαίνεται άμεσα, αλλά μέσα από τον περιττό χώρο
που αφιερώνεται για να γνωστοποιηθεί η ύπαρξή του. Στην περίπτωση του δημοτικού,
οι φιγούρες του Κωνσταντίνου και του Αλέξη χωρούν μαζί σε ένα στίχο, ενώ το μικρό
Βλαχόπουλο απολαμβάνει την αποκλειστικότητα του στίχου του, μαζί με την άμεση
συμπάθεια του αναγνώστη. Με τον ίδιο καλλιτεχνικό τρόπο συστήνεται και ο ήρωας
του παραμυθιού, για τον οποίον μας δίνονται δύο σημαντικά εναύσματα προσοχής:
Πρώτον, υπάρχει ένα παιδί που δεν αρκεί να αναφερθεί ως ένα από τα πολλά παιδιά
του βασιλιά. Δεύτερον, το παιδί είναι «καταμικρό», χαρακτηρισμός που εξάπτει
συναισθήματα τρυφερότητας στον ακροατή. Επιπλέον, στην ορολογία των
 παραμυθιών, είναι κοινώς αποδεκτό ότι το στερνοπαίδι – είτε αρσενικό είτε θηλυκό –
συγκεντρώνει τις αρετές που λείπουν από τα υπόλοιπα αδέρφια, και μάλιστα σε βάρος
του, εφ’ όσον εξαιτίας τους υφίσταται τον φθόνο και πολλές φορές την
κακομεταχείριση των άλλων. Επομένως, στην λιτή αφήγηση του παραμυθιού, η
αμυδρά χρονοβόρα αναφορά που ίσως με την πρώτη ματιά θεωρείται ως αφελώς
πλεονάζουσα, είναι στρατηγικά τοποθετημένη προς προσανατολισμό του κοινού.
Πέρα από τα δομικά γνωρίσματα, Το Αηδόνι παρουσιάζει ένα είδος κατάρτισης που
δεν πηγάζει από σχολική εκπαίδευση, αλλά προφανώς από μια μακρά προφορική
παράδοση – ίσως πολύ μακρότερη απ’ όσο φανταζόμαστε. Αξιοσημείωτη είναι η
ομοιότητα του παραμυθιού με τη βιβλική ιστορία του Ιωσήφ, αγαπημένο στερνοπαίδι
του πατέρα του, τον οποίο οι φθονεροί αδερφοί του έριξαν σε πηγάδι για να πατάξουν
την εύνοια αυτή. Εδώ θα ήθελα να σημειώσω το αποτέλεσμα ενός αυτοσχέδιου
πειράματος, τη διήγηση του παραμυθιού σε μία κυρία από άλλο χωριό, που τώρα είναι
74 χρόνων. Όταν αναφέρθηκε η εξαπάτηση του μικρού αδερφού και η πτώση του στο
πηγάδι, έγινε το εξής σχόλιο: «Τα αδέρφια να σκοτώσουν τον αδερφό! Είδες; Έτσι
’κάναν εκείνα τα χρόνια». Το παραμύθι δεν αναφέρεται άμεσα σε συγκεκριμένα
χρονικά. Όμως η αναφορά στον αδικημένο αδερφό, άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή, για
βαρβαρότητες που ήταν όμως αληθινές και μάλιστα όχι μόνο κατά αημνήστους
χρόνους. Όταν η ακροατής λέει «εκείνα τα χρόνια», δεν αναφέρεται στον φανταστικό
χρόνο του παραμυθιού, αλλά σε χρόνια που και η ίδια θυμάται κι έχει ζήσει.
Διακρίνουμε, λοιπόν, ένα στοιχείο που ενσταλλαγμένο σε παραμυθικά μοτίβα,
αποτελεί μια κοινώς αποδεκτή πραγματικότητα, και μάλιστα σε συγκεκριμένο τόπο
και χρόνο. Πέρα από τις βιβλικούς παραλληλισμούς, υπάρχουν διακριτικά που
παραπέμπουν σε πιο σύγχρονες λαϊκές πεποιθήσεις. Αναφέρομαι στο πηγάδι και
συγκεκριμένα το νερό, σε συνάρτηση με τον φόβο του τσοπάνου να βγάλει έξω το
παιδί, γιατί τον περνάει για τέρας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα παγανά και τα ξωτικά
πιστευόταν ότι εδρεύουν σε περιοχές που υπάρχει νερό, εξ’ ου και κοντά στους
μύλους. Το νερό θεωρείται φορέας μεταμόρφωσης κι εξαγνισμού, πράγμα που
συναντάται ακόμα σε χριστιανικές δοξασίες, όπως η βάφτιση. Αν λάβουμε υπ’ όψη μια
πιο επιστημονική ερμηνεία, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το νερό είναι ένας αρχέγονος
συμβολισμός, ενσταλλαγμένος το υποσυνείδητο, ή στο συλλογικό ασυνείδητο αν
θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την επιστημονική ορολογία του Γιούνγκ. Επίσης, θα
ήταν ενδιαφέρον να αναλογιστούμε εικονικά την σύντομη παραμονή του ήρωα μέσα
στο πηγάδι. Ο αφελής μικρός αδερφός βρίσκεται μέσα σε ένα σκοτεινό, υγρό τούνελ,
ενώ ψηλά πάνω από το κεφάλι του βρίσκεται η μόνη πηγή φωτός και η μοναδική
διέξοδός του στη ζωή. Η ομοιότητα του πηγαδιού με τη μήτρα, είτε λογοτεχνικά είτε
παραστατικά, είναι έντονη. Το γεγονός ότι ο ήρωας βγαίνει από το πηγάδι ωριμότερος
και σοφότερος ενισχύει την εικόνα της γέννησης – ή έστω της αναγέννησης. Σε αυτό
το σημείο θα τολμούσα να επιχειρήσω έναν παραλληλισμό του μικρού αδερφού με
τον πολύτροπο Οδυσσέα. Ο ήρωας του Ομηρικού έπους, όπως και ο μικρός αδερφός
του παραμυθιού, βιώνει μια σύντομη εμπειρία θανάτου με τη μεταφορά του – μέσω
νερού – στον κόσμο των ψυχών. Ο Οδυσσέας μετά από το ταξίδι του στον άλλον
κόσμο, επιστρέφει στη ζωή καλά πληροφορημένος και σοφότερος από πριν.
Ομοιότητες φέρει και η επαναφορά τους στην εξουσία. Ένα στοιχείο είναι η
μεταμφίεσή τους σε φτωχό και το σύντομο θέατρο στους γνωστούς, μέχρι να γίνει η
αναγνώριση – σκηνή που συναντάται και στη δημοτική ποίηση («’Γω είμαι, κυρά, ο
άντρας σου, εγώ και ο καλός σου»). Δεύτερο, είναι η πρώτη αναγνώριση από το πιστό
ζώο, στην Οδύσσεια ο γέρικος Άργος, κι εδώ το αηδόνι που για πρώτη φορά κελαηδεί
μετά την μεταφορά του στην εκκλησία. Τέλος, παρατηρείται η δοκιμασία του ήρωα
για να πιστοποιηθεί η ταυτότητά του· στην περίπτωση του Οδυσσέα δοκιμάζεται η
 δεξιότητα με το ίδιο του το τόξο και βέλος, ενώ στην περίπτωση του μικρού αδερφού
η ικανότητα να κάνει το αηδόνι να κελαηδήσει. Κι οι δύο ήρωες είναι εκείνοι που
παίρνουν την πρωτοβουλία να δοκιμάσουν το ακατόρθωτο, με το όπλο της δοκιμασίας
να καθίσταται άξιο από τον άξιο, ενώ στα χέρια των άλλων αχρηστεύεται. Οι
διαστάσεις της δοκιμασίας επιβάλλεται να είναι σχεδόν μαγικές, έτσι ώστε η διάκριση
ανάμεσα στον ήρωα και τους κοινούς θνητούς να είναι καθαρή. Δεν επιχειρώ να
αποδείξω ότι εκείνοι που έπλεξαν το συγκεκριμένο παραμύθι είχαν στο μυαλό τους
την Οδύσσεια – είναι αμφίβολο αν είχαν καν ακούσει για το συγκεκριμένο έργο.
Είναι, βέβαια, πολύ πιθανό να μεταφέρθηκαν ψήγματα του έπους μέσω προφορικής
παράδοσης. Δεν εννοώ τη μεταφορά μιας εκδοχής της Οδύσσειας, μα την κοινή
νοοτροπία και τους φόβους που διδάσκεται από γενιά σε γενιά, είτε με τα λόγια είτε με
την ατμόσφαιρα στην οποία κινείται το έπος. Εντούτοις, ίσως τα στοιχεία που
σχετίζονται με αυτά της Οδύσσειας είναι στην πραγματικότητα πολύ αρχαιότερα του
έπους. Ας μην ξεχνάμε ότι μια από τις πιο δημοφιλείς θεωρίες για τη συγγραφή των
ομηρικών επών είναι ότι γεννήθηκαν και τροποποιήθηκαν μέσω προφορικής
παράδοσης, την οποία ο Όμηρος ανέλαβε να συνθέσει με άρτιο τρόπο. Δε θα ήταν
έγκυρο να πούμε ότι τα παραμύθια προήλθαν από τα έπη. Πιθανό να είναι σωστότερο
να πούμε ότι γεννήθηκαν από την ίδια παράδοση από την οποία προήλθαν

·         Όχι

Ήταν μια φορά ένας βασ’λιάς και είχε μια κόρη π’λύ όμορφ’, βασιλοπούλα. Ερχόνταν γαμπροί κι τη
ζητούσαν, αλλ’ ο βασ’λιάς ήταν στριμένος, δεν ήθιλε κανένα και λέει: «Όποιους την καταφέρ’ να τουν
παντρηυτεί, να την πάρ’ να ’συχάσουμε, αλλ’ όποιους μπει και δεν την καταφέρ’ θα τον σκοτώνω.»
Αλλ’ αυτός είχε πει τσι κόρης τ’ κρυφά, «όταν έρχουντι γαμπροί και σε ρουτάν’, ότι σε ρουτάν’ εσύ θα
λες ‘όχι’. Καλά;» «Καλά.» Πήγι ένας πλούσιος γαμπρός, «θες να μι παντρηυτείς;» «Όχι», έλεγε αυτή.
«Μ’ αγαπάς;» «Όχι». «Θες να κοιμηθούμι μαζί;» «Όχι.» Το ένα, όχι, το άλλου, όχι, το παράλλου, όχι,
στο τέλος τουν πιάσαν, τουν σκοτώσαν. Πάει άλλου βασιλόπ’λο. «Θα μι παντρηυτείς;» «Όχι». «Θες να
κοιμηθούμι μαζί;» «Όχι.» «Μ’ αγαπάς;» «Όχι.» Όχι – όχι, στο τέλος τον σκουτώσαν κι αυτόν. Πήγαν
και πήγαν κι ούλους τους σκουτώναν. Μέχρι π’ ήρθε κι ένας κουριλής, φτουχός, μι ρούχα βρώμ’κα.
«Βρι πιδάκι μ’, και ξ’ αμάν αμάν, τόσοι και τόσοι πήγαν με λεφτά, με χρυσά, ’σύ πού πας; Θα σι
σκοτώσ’ν»,  του  λέγανι. «Εγώ  πάω κι  ας μι σκουτώσουν.» Πάει κι αυτός,  λοιπόν,  και  τσ’ λέει  τσι
βασιλοπούλα. «Μ’ αγαπάς;» «Όχι.» «Μαλώνεις να κοιμηθούμι μαζί;» τσι λέει, γιατί ήταν έξυπνους.
«Όχι.» απαντάει αυτή. «Μαλώνεις να παντρηυτούμι;» «Όχι», ξαναλέει αυτή. Την πήρι κι αυτός, την
πάει στουν βασ’λιά, ου βασ’λιάς δεν ήθελε να τη δώσει, αλλά τι να κάμει που το ’χε πει; Κι έτσι την
πήρι την βασιλουπούλα.



Όχι – Το παραμύθι της παντρειάς
Το   παραμύθι   αυτό   είναι   μια   αρκετά   σαφής   αναπαράσταση   της   πολιτικής   του   φλερτ,   πριν   τον
απαραίτητο   γάμο,   κατά   την   οποία   μια   καθωσπρέπει   κοπέλα   της   παντρειάς   οφείλει   να   δείχνει
ακατάδεχτη, ώστε να θεωρηθεί φρόνιμη. Ο πατέρας που διστάζει να παντρέψει την κόρη του είναι
πασίγνωστο και πολύ διαδεδομένο μοτίβο σε πολλές παραδόσεις. Οι λόγοι ποικίλουν από μύθευμα σε
μύθευμα. Άλλοτε ο πατέρας έχει αδυναμία στην κόρη του – ή κάποιες φορές είναι κι ερωτευμένος μαζί
της (Γκριμ). Άλλες φορές ζητάει σε αντάλλαγμα κάτι που δεν μπόρεσε να βρει για να την δώσει. Στη
συγκεκριμένη περίπτωση, ο βασιλιάς είναι απλώς «στριμμένος» και η ζωές των γαμπρών δε σημαίνουν
τίποτα γι’ αυτόν. Η επιθυμία της κόρης δεν είναι ξεκάθαρη. Δεν καταλαβαίνουμε αν εκτελώντας την
επιθυμία του πατέρα της πέφτει θύμα της εξυπνάδας του τελευταίου γαμπρού ή γίνεται συνένοχός του,
πάντα κατά τις διαταγές του  βασιλιά. Είναι πολύ πιθανό  ο διακανονισμός εκείνη την εποχή να μη
συμπεριλάμβανε την ενδιαφερόμενη. Η συμφωνία τελούταν μεταξύ των οικογενειών. Αυτός ο τρόπος,
αν και όχι τόσο αξιοκρατικός ή δίκαιος, ήταν αρκετά βολικός, εφ’ όσον ο προορισμός της γυναίκας
ήταν να παντρευτεί όσο πιο καλά γίνεται και να κάνει οικογένεια. Το φλερτ πριν το γάμο θα μπορούσε
να θεωρηθεί σαν μπόνους για τους μελλοντικούς συζύγους. Η δεξιότητα του γαμπρού έγκειται στο να
βρει το αδύναμο σημείο στον εξωφρενικό όρο του δύσκολου πατέρα. Συνήθως η λύση στο αίνιγμα είναι
τόσο απλή όσο και έξυπνη, όμως ο γαμπρός είναι κατά κανόνα φτωχός. Μια ενδιαφέρουσα εκδοχή του
ίδιου παραμυθιού από την Ιταλία, αναφέρεται σε έναν βασιλιά που ήθελε ο γαμπρός του να του δώσει
κάτι που δεν του έχουν δώσει ποτέ. Αφού συσσωρεύτηκαν στο παλάτι του όλα τα πλούτη του κόσμου
κι εκείνος δεν έβρισκε κάτι που να μην το είχε ξαναπάρει, ήρθε ένας ζητιάνος και του έδωσε ένα
χαστούκι.

·         Τα σκαρκαντζούλια κι η μαμή
Ήταν μια καλικαντζαρού γκαστρουμένη κι ήταν έτοιμη να γηννήσ’ στο μύλο της
Μαυροπλιάς. Πήγανε τα σκαρκατζούλια στη μαμή Σοφίτσα, λέει αυτή βγήκε έξου με
το δαυλί γιατί φουβόταν. Αν βγαίν’ς με δαυλί τα σκαρκαντζούλια φοβούντι.
Μπρουστά η μαμίτσα με το δαυλί με τσ’ καλικατζάρους, δε ζυγώναν πουλύ αυτοί,
φτάσανε στο μύλο. Η μαμίτσα τσ’ έβγαλ’ όξω και μπήκε να ξηγηννήσ’. Οι
καλ’καντζαροι φούναζαν απ’ όξω «Αμα κάν’ αγόρι, λίρες και φλουριά, αμα κάν’
κουρίτσι, κάρβουνο τα φλουριά». Η καλικαντζαρού γήννησ’ κουρίτσι. Η μαμίτσα
φουβήθηκε κι έβαλε ένα τσουτσούνι κέρινο. Τύλιξε καλά το μωρό να μη φαίνετ’.
Άνοιξε στα σκαρκαντζούλια, τσ’ λέει «αγόρι είναι» και τσ’ λέει να μην ανοίξουν τα
φασκιά ως να πάει σπίτι. Πήρε τα φλουριά κι έφυγε. Οι καλικάντζαροι δεν
κρατηθήκαν από τη χαρά τσ’ κι ανοίξαν τσι πάνες. Έλα που το κηρί είχε παγώσ’!
Ξηκόλησε, το κηρί, πάει. Οι καλικάντζαροι λυσσιάξαν τώρα. Κάνουν στο σπίτι της
μαμίτσας και φωνάζαν: «Μαμίκο, μαμίκο, κερένια τα ψωλιά, κάρβουνο τα φλουριά.»
Η μαμίτσα βγαίνει όξω με ένα δαυλί και χαθήκαν τα σκαρκαντζούλια.
Τα Σκαρκαντζούλια κι η Μαμή – Το αθυρόστομο παραμύθι
Ο μύθος με την πραγματικότητα είναι γερά πλεγμένα σ’ αυτό το παραμύθι. Η μαμή
Σοφίτσα   (Σοφία   Παπαναστασίου)   ήταν   υπαρκτό   πρόσωπο   και   ο   μύλος   της
Μαυροπλιάς,   είναι   η   σημερινή   καφετέρια   Μύλος.   Τα   σκαρκαντζούλια   είναι   οι
καλικάντζαροι που βγαίνουν τα Χριστούγεννα. Είναι πλάσματα που φοβούνται το φως
και τη φωτιά. Περιγράφονται άσχημα, ζημιάρικα, κατεργάρικα και ανόητα, γι’ αυτό
μπορεί   κανείς   εύκολα   να   τα   ξεγελάσει.   Εντούτοις,   παιδεύουν   όσο   μπορούν   τις
νοικοκυρές, όταν δεν είναι απασχολημένα, κόβοντας το δέντρο που κρατάει τη γη. Οι
νοικοκυρές πρέπει να σταματήσουν  να πλέκουν την Πρωτοχρονιά, πριν έρθουν  τα
σκαρκαντζούλια,   γιατί   αν   αυτά   βρουν   βελόνα   της   τρυπάνε   τον   πισινό.   Για   να
αποφευχθούν τέτοια δεινά, οι συνετοί ρίχνουν στο τζάκι αλάτι και πιπέρι, ώστε όταν
κατέβουν αυτά από την καμινάδα να καθυστερήσουν ξεχωρίζοντας τους κόκκους κι
έτσι να τα προλάβει το ξημέρωμα και να εξαφανιστούν. Το ότι η μαμή κλήθηκε να
παραβρεθεί στο  μύλο  είναι απολύτως   συμβατό  με τα παραδοσιακά δεδομένα, που
θέλει τα δαιμόνια και τα τελώνια να εμφανίζονται κοντά σε νερό. Η αθυροστομία του
συγκεκριμένου παραμυθιού  αποτελεί   παράδοση. Η διασκέδαση  τη   νύχτα μετά τον
κάματο δεν νοείται να είναι ηθικά εμπεριστατωμένη. Συνεπώς τα προστυχόλογα που
λέγονταν   στην   παρέα   σκόπευαν   σε   τρανταχτά   γέλια   και   οι   παραμυθάδες
συναγωνίζονταν στην   τέχνη  της αθυροστομίας.   Όσο   πιο   πρόστυχα είναι τα  λόγια,
τόσο πιο πολύ κέφι κάνει η παρέα. Πέρα απ’ αυτό , όμως, υπάρχει και η έννοια του
εξορκισμού   όντων   όπως   τα   σκαρκαντζούλια.   Τα  πλάσματα   αυτά   συμβολίζουν   τα
δαιμόνια   του   παλιού   χρόνου,   τα   οποία   θα   εξαφανιστούν   με   την   ευλογία   του
καινούριου. Επομένως, οι πρόστυχοι στίχοι των σκαρκαντζουλίων που απαγγέλονται
από τον παραμυθά – εκτός του ότι διασκεδάζουν την παρέα – αποτελούν ένα είδος
ξορκίσματος κι εξαγνισμού που αναμένεται να φέρει η καινούρια χρονιά. Παρόμοιες
δοξασίες παρατηρούμε σε άλλες παραδόσεις που αφορούν προφορικά δρώμενα. Για
παράδειγμα,   υπάρχει   η   θεωρία  ότι   τα   ψέματα   της   Πρωταπριλιάς   είναι   έθιμο   που
αποσκοπεί στην εξαπάτηση των δαιμονίων που έρχονται στη γη για να καταστρέψουν
τα σπαρτά πριν δώσουν καρπό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.