Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΚΥΝΗΓΟΣ



Γιώργου Ντεγιάννη

Μέσα στους λόγγους.

«Θα πάρω το τουφέκι του παππού να κυνηγάω πουλιά στο λόγγο. Το σηκώνω, τώρα πιά αξίωσα. Μου έδωσε χθες ένας κυνηγός στο δάσος  να κρατήσω και δεν τρέμανε τα χέρια μου. Με ορμήνεψε πώς να γιομίζω, να βάνω φάλια, και τελευταία το καψούλι. Από το ζουνάρι του κρεμάει ο κυνηγός τα μπαρουτοκολόκυθα και τα τενεκεδένιο κουτάκι με τα καψούλια το σέρνει στη τσέπη του. Άμα είναι βροχόκαιρος, κρατεί το πετεινάρι κάτω από τη μασκάλη,να μην του νοτίσει το καψούλι»….

…Αυτό το καριοφίλι ήταν από τα κοντά. Αλαφρό επίτηδες καμωμένο να το κρατούνε παλληκάρια, που παίρνανε μακρινό δρόμο. Τώρα ήταν όπλο του κυνηγιού. Ο παππούς τόδωσε στον τουφεξή και το ματαποίησε,του έβγανε στουρνάρι,του έβανε σπιρτολόγο και παίρνει φωτιά με το καψούλι.


Κάθησε από βραδίς ο Γιάννης και τόπλυνε. Είχε δει τους κυνηγούς πως καθαρίζουνε τα τουφέκια. Όσο ήταν ακόμη νωρίς, πετάχτηκε στο μαγαζί και ψώνισε μπαρουτόσκαγα και καψούλια.Ετοίμασε και τάπες.

Μέτρο δεν είχε.

Μέτρο δεν είχε. Ξεδοκιμαστά θάβανε το μπαρούτι και τα σκάγια. Ο κυνηγός του έδειξε στη χούφτα του, πόσο μπαρούτι να βάνει. Και φεύγοντας του το ξαναείπε: Κοίταξε καλά να μη χτυπάς με την τουφεκόβεργα την τάπα πάνω στα σκάγια. Μόνο στο μπαρούτι θέλει χτύπημα. Στα σκάγια θα την κατεβάζεις αλαφρά, ίσια ίσια να τα κρατεί να μην πέφτουν,όταν γυρίζει η κάννα τον κατήφορο.

Την άλλη ημέρα,και τις άλλες τις κατοπινές,που τον χάνεις, που τόνε βρίσκεις το Γιάννη στις καστανιές μα το μελά. Ένα παράσιτο ιξόφυτο που φυτρώνει απάνω στις καστανιές. Για τους κόκκους του τρελαίνονται οι τσίχλες.

Εκεί έστηνε καρτέρι ο Γιάννης και τις ρήμαζε.Σε αυτό το διαβατάρικο πουλί, μελίστηκε ο Γιάννης και δεν ήθελε πια να αφήσει το τουφέκι. Ένας κυνηγός άλλος τον έμαθε,να κυνηγάει τις μπεκάτσες γύρω στις πηγές.Με μεγάλη δυσκολία το κατάφερε αυτό.Τις τσίχλες τις τουφέκιζε καθιστές. Αλλά την μπεκάτσα ήταν αδύνατον να την ιδεί μέσα στα βούρλα.Έπρεπε να σηκωθεί η ξυλόκοτα στο φτερό για να της ρίξει. Ο στόχος ήτανε κινητός.Πως να τόνε πετύχει; Κι έπειτα ποιος θα ξενομούσε την μπεκάτσα; Αυτή είναι δουλειά του λαγωνικού.Κι ο Γιάννης δεν είχε σκυλί του κυνηγιού.

Ο ίδιος πήρε τον ρόλο και των δυο:και του σκυλιού και του κυνηγού.

Η μπεκάτσα την ημέρα δεν έψαχνε για σκουλήκια.Καθ’ότανε κρυμμένη.Κι όταν ένιωθε να τηνε πλησιάζει κυνηγός,χαμήλωνε το σώμα της και το έσμιγε με τη γης.

Το χρώμα της δεν ξεχώριζε από το έδαφος.

Και στην περίπτωση λοιπόν, που δεν την κρύβανε τα χορτάρια πάλι ο Γιάννης δεν την έβλεπε.

Ήταν ανάγκη να τηνε  ξενομήσει με τις πέτρες. Που να ξέρει όμως  σε ποιά μεριά είχε καθήσει; Άρχισε να πετάει λιθάρια παντού, ολόγυρα στην πηγή,δεξιά αριστερά στο αυλάκι.Φρρρ κάποια στιγμή έπαιρνε φτερό το πουλί, πετούσε εκατό,διακόσια μέτρα και καθότανε πάλι.

Όσο να σημαδέψει ο Γιάννης και να πυροβολήσει είχε χαθεί το πουλί από τα μάτια του. Πάλι λοιπόν από την αρχή το ψάξιμο.

Πολλές ημέρες κράτησε αυτό. Σε τούτο το διάστημα ο Γιάννης γύριζε  στο σπίτι με το ταγάρι γεμάτο κάστανα, όταν πήγαινε κατά τον καστανόλογγο, μανιτάρια όταν γύριζε από τον ελατιά.

«Τίποτε και σήμερα» έλεγε στη μάνα του. «Δε στέκονται οι μπεκάτσες παίρνουνε φτερό». Ωστόσο δεν ήτανε μικρό κέρδος αυτά τα κάστανα και τα μανιτάρια, που μάζευε, χωρίς να πηγαίνει επίτηδες. Κι όχι μονάχα αυτό, παρά έμαθε και τους τόπους, που είχανε τις καστανιές με το χοντρό καρπό,τους γεροέλατους ,που θρέφανε τα νόστιμα μανιτάρια.

Από τώρα και πέρα, όποτε θέλει, θα πηγαίνει να μαζεύει. Φτερά δεν έχουν ούτε τα μανιτάρια ούτε τα κάστανα.

Οι γίδες αυτή την εποχή δεν είχανε γάλα.Τις άφηνε λοιπόν και γύριζε ολημερίς με το τουφέκι, Δυο μήνες παιδεύτηκε αλλά βάρεσε επιτέλους μπεκάτσα στο φτερό.Όσο να γένει η αρχή ήταν η δυσκολία,από τότε κι ύστερα συνήθισε και τόνε λογαριάζανε για έναν από τους καλούς κυνηγούς της μπεκάτσας.

Κατόπι ήρθε η σειρά της πέρδικας.Αυτές ζούνε χειμώνα καλοκαίρι στο βουνό.Το χιόνι τις αναγκάζει, να κατεβαίνουνε στα ριζά. Ο Γιάννης τις άκουε να κράζουν.Έβανε αυτό,να καταλάβει καλά από πού έρχεται το λάλημα και κατόπιν τραβούσε ίσα και γοργά. Πήγαινε και δεν εύρισκε καμιά! Παραξενεύοταν: «Η γης τις κατάπιε;» Οι πέρδικες άμα ακούγανε βήματα,σκορπούσανε στη στιγμή μια εδώ και μια,μια,και τρυπώνανε στους θάμνους.

Ή χαμηλώνανε και γίνονταν ένα πέρδικα και σαπολίθαρα.Και δεν ξετρυπώνανε και δεν ξεσηκώνονταν, ας πετούσε ο Γιάννης με το μεροκάματο τις πέτρες.

Άμα τόπαθε αυτό δυο  τρείς φορές: «Α,κατάλαβα,τι τρέχει!Παίρνουν είδηση ,πως ζυγώνω και κρύβονται» «Το καλό το παληκάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι». « Όποτε τις ακούω θα πλησιάζω πατώντας στα δάχτυλα και σκύβοντας το κορμί». Τόπε και τόκανε.Πέτυχε!Λίγο έλειψε να τις πατήσει! Τόσο καλά τα κατάφερε. Καθώς όμως τον αντιλήφθηκαν έξαφνα οι πέρδικες ,σηκωθήκανε στο φτερό μονομιάς και το μεταλικό φτεροκόπημα έφερε κάποια ταραχή στο Γιάννη. Ξαναβρήκε στη στιγμή την ψυχραιμία του ,σήκωσε το τουφέκι,αλλά ήταν αργά πιά.Οι πέρδικες είχανε ξεμακρύνει και δεν τις φτάνανε τα σκάγια. Είχανε τραβήξει ίσα,σα σφαίρα την κατηφοριά κι όταν βγήκαν από τη ζώνη του κιντίνου,γράψανε στον αέρα καμπύλες, στρίβοντας δεξιά αριστερά,και προσγειώθηκαν. Τι θα κάνουν από τώρα κι ύστερα,για να κρυφτούνε,το ξέρανε αυτές κι ο Γιάννης.

Με τον καιρό συνήθισε το φτεροκόπημα κι έμαθε, να παίρνει σημάδι  σε στόχο που πετούσε κι έφευγε χαμηλότερα από το μάτι του.

Στους λαγούς δεν δυσκολεύτηκε.

Τόνε πήρανε στο κυνήγι,το χειμώνα με το χιόνι,συντροφιές.

Αλλά αυτός ο τρόπος του κυνηγιού στο χιόνι δεν του άρεσε. «Αυτό δεν είναι κυνήγι» είπε.Σαν να σου έχουνε δεμένο το λαγό,τόνε τουφεκίζεις». Και δεν πήγε δεύτερη φορά στο χιόνι.

Όταν ήθελε λαγό πήγαινε πάντα στο ξέχιονο. Ο λαγός μόνος του πρόδινε που φώλιαζε. Έβοσκε γύρω κι άφηνε σημάδια.Έτσι ξέκοβε ο Γιάννης στην αρχή τον τόπο.Έπειτα,έπαιρνε γραμμή τα κέδρα και πετούσε πέτρες. Από κάποιο θάμνο πεταγόταν τέλος ο λαγός και τότε ο Γιάννης τον κρατούσε στον τόπο.

Με τον καιρό γυμνάστηκε το μάτι του κι έβρισκε αμέσως χωρίς κανένα σημάδι τους τόπους, που πιάνει ο λαγός.

Αν κι είχε γίνει ένας από τους πρώτους κυνηγούς κανείς δεν τον ήθελε συντροφιά. Είχε συνηθίσει να παίρνει δρόμους μακρυνούς και οι σύντροφοι κινδυνεύανε-γυρίζοντας το βράδυ-να απομείνουν μισοστρατίς από την κούραση.

Άμα ερχόταν ο καιρός, να ζευγαρώσουν τα πουλιά,κρεμούσε το τουφέκι του στον τοίχο. Τον Αύγουστο πια με το πέρασμα των τρυγονιών και των συκοφάγων θα το κατέβαζε από εκεί.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.