Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

ΟΙ ΠΛΑΣΤΗΔΕΣ



ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ
1939
Περάσανε χρόνια και καιροί.Ένας αιώνας,ίσως και πιότερο.Πόδι ανθρώπινο δεν άφησε χνάρι σε τούτονε τον τόπο,όλο αυτό το διάστημα. Χάθηκαν οι χαλαστήδες.
Και πήρανε την θέση τους οι πλάστηδες.
Ο άνεμος πρώτος. Ξεσήκωσε από μακριά του; Σπόρους των χορταριών και τους έσπειρε στην ξεσαρκωμένη πλαγιά. Όπου είχε μείνει λίγο χώμα, χωθήκανε ριζούλες κι αρχίσανε να δένουνε τον τόπο με το δίχτυ τους.Κρατούσανε σφιχτά το χώμα να μην το παίρνει ο νεροσυρμός.
Άμα ήρθε καλοκαίρι, το χόρτο ξεράθηκε.Και ξερές όπως ήταν οι ριζούλες άντεξαν ώσπου να φυτρώσει-το χινόπωρο-νέο χορτάρι. Πιο δασύ φύτρωσε, γιατί είχε πέσει σπόρος πολύς.Το ξερό σάπισε με τον καιρό και γίνηκε λίπασμα. Έτσι κάθε φορά το νέο χορτάρι ψήλωνε πιο πολύ. Αρχίσανε τότε να σκεπάζονται τα πιο ανάβαθα αυλάκια της πλαγιάς.


Τον άνεμο ήρθανε να τόνε βοηθήσουνε οι τσίχλες. Αυτές τρώγανε μούρτα και κούμαρα, μακριά σε ένα  δάσος και πετούσαν ύστερα απάνω από την πλαγιά προς ένα άλλο, που ήτανε κατά την άλλη μεριά ψηλά, να ιδούν αν ρούμασε ο μελάς. Περνώντας αφήνανε κουκούτσια που είχανε καταπιεί.Απο εδώ είχε το δρόμο του και
το κοτσύφι. Στο απωκείθε δάσος,χαμηλά, είχε τις αγριοκληματαριές και στο αποδώθε, ψηλά, είχε τις κισσωνιές. Από το ίδιο μέρος διαβαίνανε κι οι κίσσες. Αυτές αφήνανε τους κόκους της φιλλυριάς. Όλα αυτά τα σπέρματα φυτρώνανε στην πλαγιά. Ξεχάσαμε πως στις άκρες,που γειτονεύανε πλάι στο δάσος, οι σπόροι πέφτανε στη πλαγιά και με άλλον τρόπο. Τα κουκουνάρια των ελάτων και των πευκών σκάζαν. Ο άνεμος τα τίναζε και πέφτανε στο ξέφωτο οι σπόροι. Φυτρώνανε τότε τα δέντρα, μεγάλωναν, βγάνανε κι αυτά κώνους και σπέρνανε με τον ίδιο τρόπο τα δεντράκια.
Στο πιο ψηλό μέρος και το νερό ακόμη συνέτρεχε να αναδασωθεί η πλαγιά. Τα βελάνια από τους δέντρους και τα κάστανα, που συναντούσε στο δρόμο του, τα ξέσερνε και τα κατέβαζε στο γυμνό.
Τέλος η αγριάδα κι ο αγριοδυόσμος άπλωναν υπόγεια τις ρίζες τους. Εξογκώματα είχε η κάθε μία.Απο αυτά πετούσανε μάτια και βγαίνανε φύτρα στον ήλιο. Φυτά. Ύστερα άλλες ρίζες πιο πέρα, νέα ριζώματα και νέα φυτά ώσπου να σφιχτοδεθεί το χώμα και να περνάει στην επιφάνεια της γης ξέθολο το νερό.
Έτσι δουλέψανε φυτά κι  άνεμος και νερό και πουλιά να υφάνουνε το καινούργιο πράσινο, που έκρυψε τη γύμνια της πλαγιάς.
Πολυβασανίστηκαν όμως οι πλάστηδες, όσο να το καταφέρουν.
Το νερό, που τους βοηθούσε για τα καλά κουβαλώντας σπέρματα από το δάσος, μόλις άφτανε στο γυμνό πάθαινε ίλιγγο. Δεν έβλεπε τη στιγμή, πότε να κατρακυλήσει στην πλαγιά. Κυλώντας γινότανε χαλαστής. Πλάστης μαζί και χαλαστής.
Σαν το άλογο μοιάζει. Όσο κρατάς γερά τα γκέμια, όπου θέλεις σε πάει το άλογο.Μόλις όμως σου ξεφύγουνε από τα χέρια, μπορεί να σε ρίξει κι από γκρεμό.
Ποιος τώρα  από τους  πλάστηδες του νέου δάσους θα βάνει χαλινάρι στο νερό. Ποιος θα το περιορίσει στο ρόλο του πλάστη.
Τα πουλιά;-Και μόνο που ακούνε τον κρότο τρομάζουνε και φεύγουνε μακριά. Ο άνεμος;- Ναι! Αυτός είναι δυνατός. Μπορεί να σπρώξει τα σύγνεφα μακριά. Αλλά τι όφελος! Πως θα ποτίζεται το δάσος
«Αφήστε σε εμάς». Είπανε τα δέντρα. Θάμνοι και χλόη σωπαίνανε. Μα από σεβασμό. Ήτανε σύμφωνοι με τα δέντρα.
«Εμείς θα αφήσανε μόνο ένα μέρος από το βροχόνερο να πέφτει στο έδαφος.Όσο περνάει ανάμεσα από τα φύλλα. Το άλλο θα το κρατούμε απάνω στις φυλλωσιές και στα κλαδιά και στα κορμιά. Από αυτό κάμποσο, θα στεγνώνει, θα εξατμίζεται και θα ανεβαίνει πάλι στον ουρανό, χωρίς να πατήσει καθόλου στη γης.Το υπόλοιπο θα σταλάζει αργά η θα γλείφει τα κλαδιά και θα κατεβαίνει στα χοντρά κλωνάρια και από εκεί στους κορμούς και κάτω ως τη ρίζα.
Κι από αυτό, που θα    φτάνει στη γης, πάλι ένα μέρος θα γίνεται αχνός, αλλά όχι τόσο εύκολα, όπως όταν ήταν απάνω στις φυλλωσιές. Είναι χαμηλότερη η θερμοκρασία στους ήσκιους. Και η ατμόσφαιρα κάτω από τα δέντρα γεμάτη υδρατμούς. Έπειτα ο αέρας δεν σκηματίζει ρέματα μέσα στο δάσος. Έτσι το νερό εξατμίζεται πιο δύσκολα στο σύδεντρο παρά στο γυμνό
Εκεί που είναι στρώμα από ξερά φύλλα αχνίζει πιο λίγο. Στο έδαφος το σκεπασμένο με ξερά φύλλα, εξατμίζεται μόνο δέκα οκάδες νερό,ενώ στο γυμνό ως σαράντα πέντε οκάδες.
-«Τι θα γίνει τόσο πλεόνασμα, που κρατεί το δασικό έδαφος;» ρώτησε ο άνεμος.
-Θα τα πιούμε εμείς τα δέντρα, οι θάμνοι,το χορτάρι, να ζήσουμε. Θα το ρουφήξω με τις ρίζες μας και θα το κυκλοφορήσουμε σε κορμί και κλαδιά ως τη φυλλωσιά.Κι όσο περισσεύει, θα κατεβεί βαθιά στη γης. Αλλά αυτή την ιστορία καλύτερα να την ακούσεις με καιρό. Απο το ίδιο το νερό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.