Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Οι νερόμυλοι στα παραδίρφυα χωριά


ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΡΦΗΣ



 Στους πρόποδες της Δίρφης και γύρω από αυτήν υπάρχουν δεκατέσσερα χωριά που μαζί με τους οικισμούς τους αποτελούν τις παραδίρφυες κοινότητες. Άγιος Αθανάσιος, Αμφιθέα, Βούνοι, Γλυφάδα, Θεολόγος,  Καθενοί, Καμπιά, Λούτσα, Μίστρος και Μαυρόπουλο, Πάλιουρας, Πισσώνας, Πούρνος, Στενή, Στρόπωνες και Λάμαρη. Όλα τα χωριά είναι  γραφικά και πνιγμένα στο πράσινο. Έχουν πολλά κοινά πολιτισμικά και πολιτιστικά 
χαρακτηριστικά μιας και υπήρχε  επικοινωνία μεταξύ τους και κοινή καταγωγή σε πολλά από αυτά. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας υπήρχαν οικισμοί που δεν υπάρχουν σήμερα. Τα Βάβουλα πάνω από την Μακρυκάπα και οι οικισμοί της περιοχής Σκουντέρι. Αυτοί οι οικισμοί τροφοδότησαν με κατοίκους τα νέα χωριά που δημιουργήθηκαν. Μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους οι Βαβουλιώτες κατέβηκαν από το βουνό και δημιούργησαν την Μακρυκάπα, τον Άγιο Αθανάσιο, τον Πάλιουρα, τον Πισσώνα, τις Τσέργες. Οι Σκουντεριώτες ανέβηκαν στη Στενή το 1790 και την ίδια εποχή πρέπει να έγινε και η οίκηση των Καμπιών από το Σκουντέρι. Το 1837 τα χωριά αυτά μοιράζονταν σε δυο δήμους: Ληλαντίων με πρωτεύουσα τη Στενή και Διρφύων με πρωτεύουσα τους Στρόπωνες. Το1841 συγχωνεύτηκαν σε ένα δήμο, το Δήμο Ληλαντίων με πρωτεύουσα τη Στενή. Ακολούθησαν πολλές αλλαγές και συγχωνεύσεις έως το 1912 που τα χωριά αυτά έγιναν αυτόνομες κοινότητες. Το 1995 τα δεκατέσσερα αυτά χωριά απετέλεσαν το Δήμο Διρφύων σύμφωνα με το σχέδιο Καποδίστριας με έδρα την Στενή. Το 2009 συγχωνεύτηκαν με το Δήμο Μεσσαπίων και αποτελούν πλέον το νέο Δήμο Διρφύων – Μεσσαπίων με πρωτεύουσα τα Ψαχνά.



Οι νερόμυλοι στα παραδίρφυα χωριά

  Οι άκρες των ποταμιών είναι γεμάτες από υπολείμματα νερόμυλων. Οι μύλοι των χωριών της Δίρφης είναι όλοι ελληνικού (ανατολικού) τύπου με την οριζόντια φτερωτή η οποία χρειάζεται πολύ λιγότερο νερό από τους μύλους ρωμαϊκού τύπου με την κάθετη φτερωτή. Όσο κι αν ψάξαμε στη περιοχή δεν βρήκαμε μύλο ρωμαϊκού τύπου. Ο πιο κοντινός βρίσκεται στα Ψαχνά, ο μύλος του Καϊάφα. Άγνωστο μας είναι από ποια περίοδο προέρχονται οι μύλοι στην περιοχή και ποιο ήταν το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Αν κρίνουμε από κάποιες αγορές που έγιναν μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, το πιθανότερο από όλα είναι κάποιοι μύλοι να ανήκαν σε μοναστήρια και κάποιοι  σε Τούρκους. Δυο μύλοι της Στενής ανήκαν σίγουρα στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου. Ο μύλος του Θανασά που βρισκόταν στην γέφυρα της Κάτω Στενής και ο μύλος του Καλορ(γ)ού (Καλογερικού) κάτω από του Βουτανιού ο οποίος είχε καταστραφεί πολύ παλαιότερα. Το 1926 με το νόμο «περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών» παραχωρήθηκαν 1000 στρέμματα του μοναστηριού στο «Συνεταιρισμό Αποκαταστάσεως Ακτημόνων Καλλιεργητών Αγίου Δημητρίου (ΣΑΑΚΑΔ)» και το 1936 έγινε η οριστική διανομή. Ο νόμος δεν αφορούσε κτίσματα και ο τρόπος που περιήλθε  ο μύλος της γέφυρας στην κατοχή των νέων ιδιοκτητών είναι μάλλον αθέμιτος, αν αληθεύουν οι διηγήσεις για τον τρόπο που έφυγε ο καλόγερος που ήρθε να τον διεκδικήσει.

 Παλιοί μύλοι της περιοχής που λειτουργούσαν επί  τουρκοκρατίας, γνωστοί από την παράδοση, είναι ο μύλος του Πάνω Πισσώνα μέσα στο τσιφλίκι του Μόστρα που δούλευε με νερό από τα Έρια, ο μύλος της Σταματάρας που επί τουρκοκρατίας λεγόταν μύλος του Μπολολιά , ο μύλος του Λωτού που πιθανόν να ήταν ο μύλος που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής Σκουντέρι. Στον Πούρνο υπήρχαν οι μύλοι του τούρκου πασά που αργότερα πέρασαν στο τσιφλίκι του Βαρατάσου. Επίσης, έχουμε και μια περίπτωση που σε ένα χωριό ενώ δεν υπήρξε ποτέ μύλος δημιουργήθηκε όμως από την φαντασία των παραμυθάδων για τις ανάγκες των παραμυθιών: στα Θεολογίτικα παραμύθια μιλούν για μύλο στο Βύδιζμα τοποθετημένο στο ρέμα που περνάει ο δρόμος για τον Γέροντα.

 Οι μύλοι έπαιρναν συνήθως τις  ονομασίες τους από τα παρατσούκλια των ιδιοκτητών. Το παρατσούκλι του καθενός ήταν και κληρονομικό. Στο κείμενο που ακολουθεί αναφέρονται οι  τελευταίοι που ήταν ιδιοκτήτες αλλά και μυλωνάδες.

  Στη  Πάνω Στενή οι μύλοι ήταν χειμωνιάτικοι. Άλεθαν μόνο το χειμώνα και για λίγο όσο είχε αρκετό νερό. Οι μύλοι ξεκινούσαν από το δάσος και ακολουθούσαν την πορεία του παραπόταμου του Λήλα. Για τους Στενιώτες ο παραπόταμος  δεν είχε κάποιο όνομα. Το έλεγαν απλώς το Ποτάμ’ ή το Ρέμα ή ο Ρέμας.
Ο μύλος του Τόμπλα: Ιδιοκτήτης
o Γιώργος Κυράνας (Τόμπλας). Ο μύλος βρισκόταν λίγο πιο κάτω από την πηγή Αρματσανή. Ο Γεώργιος Κυράνας έφτιαχνε επίσης και ξύλινους ντάλαρους διαφόρων μεγεθών για αλεύρι, τυρί, ελιές, πασπαλά κ.λπ.
Ο μύλος της Μαυροπλιάς: Πήρε το όνομά  από την Αικατερίνη Μπασινά (Μαυροπλιά). Ιδιοκτησία Καλλιόπης Μπασινά. Βρισκόταν δε εκεί που είναι σήμερα η καφετέρια «Μύλος».
Ο Κωνσταντίνος Τσουτσαίος (Ντάρας) και ο Ιωάννης Ζέρβας (Μπάλιος) είχαν συνεταιρικά το μύλο που ήταν απέναντι από το ποτάμι στο ύψος περίπου της οικίας της Αναστασίας Κυράνα.
 Ο Χαράλαμπος Παπακηρύκος είχε μύλο στη Βρυσίτσα  απέναντι από το ποτάμι και λίγο πιο πάνω από το σπίτι του Αθανάσιου Βασιλείου.


Στη Κάτω Στενή στη γέφυρα ήταν του Θανασά ο μύλος, συνεταιρικός των Θανάση Γάτου και Θανάση Γιαλού. Χειμωνιάτικος μύλος και αυτός.


Από τον Άγιο Στέφανο και κάτω οι μύλοι δούλευαν χειμώνα καλοκαίρι μιας και οι πηγές του Αγίου Στέφανου είχαν συνέχεια πολύ νερό.
 Κάτω από του Βουτανιού βρισκόταν ο παλιός μύλος του Καλουργού (Καλογερικού), ιδιοκτησίας του μοναστηριού του Αγίου Δημητρίου. Πολύ γνωστή στους παλαιότερους η ιστορία για τον Άγιο Δημήτριο που όπως έλεγαν είχαν δει  στη μεγάλη πλημμύρα να καθαρίζει το ποτάμι  με το κοντάρι του για να μην καταστραφεί ο μύλος. 
 Πιο κάτω βρισκόταν ο μύλος του Τσιγκαράκη, ιδιοκτησίας Γιώργου Καμαριώτη και μετά Αργύρη και Μήτσου Καμαριώτη και του Αγγελή Βασιλείου.   
 Λίγο πιο κάτω ήταν του Κυράνα ο μύλος, ιδιοκτησίας Χαράλαμπου Κυράνα  και Νίκου Κυράνα (Τόμπλας) και ακόμα πιο κάτω της Σταματάρας ο μύλος και μάλιστα από την ίδια αμπολή τροφοδοτούνταν με νερό το μαντάνι του Παρέα (Καμαριώτης) .

Kοντά στις Γίδες ήταν ο μύλος του Ντόλια ή Ντόλη, ο οποίος είχε και το σπίτι του δίπλα καθώς και την νεροτριβή.

Μετά από αυτόν ήταν ο μύλος των Καλαμπάκα-Τζιγιάννη, στη θέση Μπαλατσή  πού ανήκε στους Κωνσταντίνο Τζιγιάννη κατά 2/4, Ευάγγελο Αρβανίτη ή Αντωνίου και Χαράλαμπο Μπασούκο( ιερέα) κατά ¼ έκαστος (προίκα από τις γυναίκες τους, Βασιλική και Αικατερίνη, το γένος Νικολάου Κουτσούκου ιερέα στην Πάνω Στενή). Οι δυο μύλοι έπαιρναν νερό από  την ίδια δέση και με την ίδια αμπολή. Το νερό ακολουθούσε διαδρομή μέσα από  του Ντόλη τα μαντάνια και το μύλο, με την ίδια αμπολή έφτανε το μύλο του Τζιγιάννη και μετά επέστρεφε πάλι στο ποτάμι.

Πιο κάτω ο μύλος του Σταχτά (γριάς-Σταχτούς) Αθ. Ηλία στη θέση Φραγγαλίνα κοντά στον Αϊ-Νικόλα και μετά ο μύλος του «Τσατσέλη», Ηλία Ηλία κάτω από τη θέση Καμινάκια.

Οι μύλοι του Πούρνου  ανήκαν αρχικά στον τούρκο πασά από τον οποίο αγόρασε το τσιφλίκι ο Βαρατάσος. Με τον νόμο «περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών» δημιουργήθηκε ο «Συνεταιρισμός Αποκαταστάσεως Ακτημόνων Καλλιεργητών Πούρνου (ΣΑΑΚΠ)». Στο συνεταιρισμό παραχωρήθηκαν κτήματα  από το εν λόγω τσιφλίκι ενώ η οριστική διανομή έγινε το 1931. Έτσι και οι μύλοι πέρασαν στο συνεταιρισμό. Στον Πούρνο τελευταίος μύλος σε λειτουργία έως το 1963 ήταν αυτός που έλεγαν οι Πουρνιώτες «σχολικός κλήρος» επειδή ανήκε στο σχολείο. Ο μύλος άλλαζε συνεχώς ενοικιαστές και τους αναφέρουμε κατά σειρά: Αθανάσιος Αγγελής συνεταιρικά με τον Ηλία Καμαριώτη,  Ιωάννης Καμαριώτης,  Ρήγας Βαρτζής,  Ανδρέας Ηλίας που άφησε το μύλο για να φύγει στο αντάρτικο,  Σπύρος Καμαριώτης, ο μπαρμπα-Νίκος (Τσαγκρανέλης) και από το 1946 έως το 1948 ο Μήτσος Κατσαράνης, ο Αντώνης Βαρτζής, ο Γιάννης  Κοντάκης και τελευταίος μυλωνάς ο Βασίλης Ντούρμας.

Λίγο πιο κάτω ο Καινούργιος Μύλος που κάηκε το 1927 από κουκρούτζ, κοινώς κουκουνάρι από μια μεγάλη φωτιά που είχε ξεκινήσει από την Καμαρίτσα και σταμάτησε στον Όλυμπο του Θεολόγου. Πιο κάτω υπήρχαν άλλοι τρείς μύλοι που ήταν και οι πιο παλιοί.

Μύλοι υπήρχαν επίσης: στη θέση Κρεμάλα που όπως αναφέρει η παράδοση μια αλέστρια είχε σκοτώσει τον μυλωνά όταν προσπάθησε να την βιάσει, στη θέση Καϊλα σημερινή ιδιοκτησία Βασίλη Καμινιάρη και ο Παλιόμυλος σε χωράφι ιδιοκτησίας σήμερα Γιάννη Γιαλού.



  Στο Μίστρο, ο μύλος του Γιώργου Τσώκου και της Βαγγέλως ο μύλος, ιδιοκτησία Βαγγελιώς Νίκου.        

Στο Μαυρόπουλο ο μύλος του Μαστορόλια, ενώ υπάρχει και τοπωνύμιο «στου Μπασινά τον μύλο» χωρίς να διασώζονται  ούτε καν ερείπια.

 Στα Καμπιά ακόμα και σήμερα διασώζονται τα μαντάνια του Κατσή σε ερειπωμένο κτίριο στην Αγία Κυριακή.
   Οι μύλοι στους Στρόπωνες ήταν δίπλα στο ποτάμι στο δρόμο για το Μετόχι. Μύλο είχαν ο Νίκος Μπαλάκας (Γκρέντης), η Ζωή Κουτσαυλή και ο Γιάννης Κατσής κοντά στο σημερινό βαρελάδικο. Μύλο επίσης είχε και ο Καρλατήρας ο οποίος πολύ νωρίς έφερε ηλεκτρισμό στους Στρόπωνες. Από το μύλο τον μετέφερε στο καφενείο του.

Στη Λάμαρη μύλος υπήρχε έως το 1920 στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου στη θέση Ψηλές Μουριές. Τον είχε ο Γιάννης Μπαλάκας (Μπαταριάς).
Στις Τσέργες ο παλιός νερόμυλος, με δεξαμενή λόγω έλλειψης νερού, σταμάτησε τη λειτουργία του όταν ανατίναξαν το υδραγωγείο στην περίοδο του εμφυλίου και κατόπιν έφεραν μύλο με μηχανή πετρελαίου  που τον είχε ο Αντώνης Φραντζής.

Στον Πάλιουρα ο μύλος ήταν δίπλα στο μοναστήρι της Παναγίας και τον είχε ο Βαγγέλης Αγουρίδας (Κανάτας).
Στους Καθενούς  υπήρχαν  2 μύλοι. Ο ένας μύλος ήταν στην Καλογριά του Κώστα Ακριώτη (Κοτσιφάς), ο οποίος αργότερα έφτιαξε άλλο μύλο δίπλα  στα καμίνια του Καβαθά. Ο άλλος μύλος ήταν στα Έρια στη θέση Σφακλή. Πρώτος ιδιοκτήτης ο Παναγιώτης Ακριώτης (Καπράλος) που τον πούλησε στον Πράππα από την Άτταλη και αυτός με τη σειρά του στο Γιάννη Φραντζή (Τσόπελα). Ακόμα και σήμερα παλιές Βατωντέισες διηγούνται  το δρομολόγιο για το μύλο. Ξεκινούσαν από την προηγούμενη και διανυκτέρευαν στο μύλο για να πιάσουν το πρωί σειρά για άλεσμα.

Νεροκράτες

Από τους πιο γραφικούς τύπους του χωριού ήταν ο νεροκράτης. Μέρα νύχτα φρόντιζε για τη σωστή διανομή του νερού. Με το τσαπί του καθάριζε τα αυλάκια, έλεγχε τις κόφτρες αν είναι καλά κλεισμένες και μέσα σε όλα έπρεπε να τρέξει στο χωριό και να ειδοποιήσει ποιος είχε σειρά για πότισμα. Συνήθως νεροκράτης γινόταν κάποιος που δεν είχε δικά του περιβόλια. Η πληρωμή του κάποια εποχή ήταν μια δραχμή την ώρα.
Στους Στρόπωνες νεροκράτης για πολλά χρόνια ήταν ο Σταμάτης Ντεγιάννης (Μπακακάς). Στη Στενή ο Μήτσος Εμμανουήλ, ο Ανέστης Ντούρμας, ο Γιώργος Ντουμάνης, ο Βασιλείου. Στον Άγιο Αθανάσιο ο αγροφύλακας Χαράλαμπος Σμπρίνης. Στα Καμπιά ο Κώστας Ρούσσος. Στον Πάλιουρα ο Νίκος Τσαρούχας, ο Γιώργος Οικονόμου και ο αγροφύλακας Δήμος Λούκας. Στον Πισσώνα ο Αθανάσιος Σαλλής που ήταν επίσης και φύλακας στις θημωνιές για τη φωτιά.


ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΤΑΚΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.