Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

«Αυτά τα γυαλοκόμματα μας κάμαν χωρίς πρόβατα»


Γιώργου Ντεγιάννη
Μέσα στους λόγγους


......Να βάνης σκοπό στη δουλειά, αυτό θεωρούσε ο γερο-Φαλαγγίτης για πρώτο. Και τόλεγε και το ξανάλεγε στο γιό του,όσο ζούσε, και τόνε συμβούλευε: «Να προβλέπεις,να παιδεύεις το νού σου,να καταστρώνεις το σκέδιο της δουλειάς πρώτα κι ύστερα να κανονίζεις και πρόγραμμα: από πού να αρχίσεις και που να τελειώσεις». Ο Δήμος ήταν άξιος δουλευτής, κατάλυνε βουνό. Αλλά νόμιζε, πως τίποτε πέρα από τη δουλειά δε χρειάζεται.

Η σκέψη είναι για αυτούς,που δεν έχουνε,να κάμουν δουλειά. Για τους χασομέρηδες».

Δεν τόλεγε του πατέρα του, αλλά φαινότανε πως αυτό ήθελε να πει. Για αυτό τον έβοσκε έγνοια το γέρο: «Όσο είμαι ζωντανός κι ορμηνεύω κάτι πάει κι έρχεται.Τι θα γίνει άμα κλείσω τα μάτια;»

Άμα έλειψε ο πατέρας και πήρε ο Δήμος το κοπάδι, πολλές φορές του ήρθανε στο νου τα στερνά λόγια του πατέρα του. Όχι όμως για να κάμει καταπώς είπε ο γέρος,παρά να το πεί και να το ξαναπεί το λάθος που είχε ο συχωρεμένος. «Ο μακαρίτης ήτανε καλός με το πάρα πάνω,αλλά γινότανε βαρετός με τις ορμήνειες του. Οι γέροι άμα δε μπορούνε να εργαστούνε πιά, άλλη δουλειά δεν έχουνε από το να  δίνουνε συμβουλές.Το είπε ένας μια φορά: Πιο πολύ να σκοπεύεις και πιο λίγο να δουλεύεις» το πήρανε τώρα σκοινί γαιτάνι από πάτέρα σε παιδί.Πιο λίγο να δουλεύεις!Εδω που χρειάζεται να περπατείς τη νύχτα ψαχτά! Να πολεμάς το λύκο με το ραβδί! Να φυτρώνεις κάθε δυο-τρία δράσκελα μέσα στο χιόνι…Θεέ μου συγχωρεσέ με  μεγάλο λόγο  λέω,πατέρας μου ήτανε….»

Στο βουνό φύλαε τα πρόβατα ο Δήμος, όταν ήρθανε τα «χινοπώρια».Ζύγωσαν οι αποκριές για το Σαρανταήμερο.Εποχή που ξεκινούνε τα κοπάδια από τα βουνά για τα χειμαδιά.

Από δυο τρείς ημέρες ο καιρός είχε αγριέψει κι ο Δήμος τα χαμήλωσε τα πρόβατα στα βόρεια της Κλεισούρας. Το χειμαδιό όμως δεν ήταν από κεί.Περίμενε να αναπάρει ο καιρός και τότε τα ανέβαζε πάλι ,θα διασελώνανε το βουνό και θα κατηφορίζανε για την ακρογιαλιά.

Ανήμερα τις απόκριες ο καιρός γιαλόκοψε. Ο άνεμος ανέβασε τα σύγνεφα απάνω κι από τις ψηλές κορφές.
Ύστερα κόπηκαν αυτά τόπους, τόπους και πρόβαλε το γαλάζιο. Πεντακάθαρος ουρανός,λαμπερός σα γυαλί.

Έκοψε ο καιρός ….είπε ο   Δήμος και γύρισε τα πρόβατα στη στιγμή τον ανήφορο.

Δεν τραβούν άλλο τα ζωντανά»είπε μέσα του. «Περπάτησαν αρκετά.Πηγαίνουνε βόσκοντας.Δεν είναι γελάδια να τα βάνεις μπροστά,το δρόμο.Ο φτωχός ο Φίλιππας όλη τη μέρα ζευγάριζε και το βράδυ, σα δεν είχε τι να αποκρέψει,έσφαζε το βόδι του. Το πρωί το βρήκε πάλι ζωντανό στο παχνί. Δεν είναι καλό να λείψω τέτοια μέρα από το σπίτι μου».

Άφησε τα πρόβατα και κατέβηκε στο χωριό. Αλλά κατά το σούρουπο  ξανάρχισε η βροχή.

Τώρα ο καιρός πήγαινε στο χειρότερο.Έφερε νερόχιονο και κατόπι γύρισε στο χιονιά. Όλη τη νύχτα δε σταμάτησε και συνέχισε και την άλλη μέρα.Έχτισε πύργους γυάλινους και σκέπασε και τα έλατα.

Οι τρείς «πρατάρες», με τις πρώτες σταλαματιές,αρχίσανε τα βελάσματα,ξεκόψανε,πήρανε δρόμο και χωθήκανε στη σπηλιά,που ξέρανε πάρα κάτω.

Να τις ακολουθούσουν και τα πρόβατα! Τα χωρούσε όλα αυτή η σπηλιά.Αλλά που! Καρφωθήκανε στον τόπο.Στριφογυρίζανε το προσωπό τους στο ανεμόδερμα,μα δε νοιώθανε να κάμουνε βήμα. Περιμένανε να ξεκόψει πρώτα,αλλά δε φτάσανε  να το ιδούν! Τα σκέπασε το χιόνι.Τι θα τα έκανε! Εδώ κρύφτηκαν έλατα και θα αφήνανε τα πρόβατα.

Αυτό δε γίνεται τώρα πρώτη φορά.Πολλές βολές τσοπάνηδες του τα παραδώσανε του χιονιά τα πρόβατα- το χινόπωρο- να τα φυλάξει και πήγαινε-την άνοιξη-να τα ξαναπάρουν. Αλλά αυτός,αντί να τους τα ξαναγυρίσει, τους έδωσε πίσω μόνο τα μαλλιά από τα πρόβατα. Αυτό το διαλαλήσανε με το θρήνο τους οι γυναίκες των τσοπάνηδων. Και οι άντρες καταπίνοντας την πίκρα: Αυτά τα γυαλοκόμματα μας κάμαν χωρίς πρόβατα»,λέγανε και κουνούσαν αργά το κεφάλι από την απελπισία τους.

Από στόμα σε στόμα έφτανε κάθε χινόπωρο ως τα αυτιά του Δήμου αυτός ο λόγος, σα μακρινός αντίλαλος από περασμένες συμφορές. Αλλά «….τα ιστορούν οι γέροι το χειμώνα στο παραγώνι….Τέτοια έχβ ακούσει….Άλλο τίποτε! Αυτό γένηκε μια φορά κι έναν καιρό…Παραμύθια». Έτσι έλεγε και δε ρώτησε και δεν πρόσεξε ποτέ να μάθει,τι σημασία΄έχουνε τα γυαλοκόμματα.

Τώρα τόνε ζώνουνε τα φλιδια στο χωριό και τόπο δεν έχει να σταθεί. Τι μπορεί όμως να καμει!

Οι χωριανοί τον κλαίνε τον κακομοίρη το Δήμο κι ετοιμάζουνε τα «κύκλα» τους.Μόλις έκοψε τόνε πήρανε και τραβήξαν ίσα στον τόπο,που τα είχε παρατήσει. Πηγαίνουν όμως με κρύα καρδιά. Αδύνατον να τα βρούν! Καμμιά ελπίδα δεν έχουν. Που ξέρουν σε πιο μέρος σταθήκανε.Δεμένα δεν τάχε ο Δήμος.

Ας αφήσουμε τι περάσανε στο δρόμο. –Ποιο δρόμο;Βουλιάζανε και σταματούσανε στις κορφές των ελάτων. Τέλος φτάσανε στο καταρράχι. Ένα άσπρο χνουδωτό σεντόνι σεντόνι έχει απλωθεί σε ράχες,κορφές και πλαγιές.Κυματιστό,φουσκωτό,
τεντωμένο,στρωτό,αναρριχτό,κάθε λογιού σκέδια. «Ας φτυαρίσουμε εκειδά», είπαν όσοι πιο δοκιμάζανε τον τόπο. Γιατί όλα είχανε γίνει αγνώριστα. «Απάγγειο είναι.Μπορεί να πήγανε να ριζώσουνε στο απάγγειο…Αλλά δεν αφήνεις, το πρόβατο είναι στραβό ζωντανό.Όπου το πάρει η ψυχάλα,ξυλοσταλιάζει».

Για τη σπηλιά ούτε λόγος. Πως θα πήγαιναν από μόνα των!Για τις γίδες όμως είχανε πεποίθηση, πως εκεί έχουνε καταφύγει.

Πριν αρχίσουνε, δυο χωριανοί κατεβήκανε στη σπηλιά και τις βρήκαν. Τα ζωντανά,μόλις τους αντικρίσανε,σιγοβελάξανε και τους κοιτάζανε,σαν να τους έλεγαν: «Σας καρτερούσαμε» Τους δώσανε τότε οι χωριανοί,να φάνε καλαμπόκι από τα ταγάρια των και γυρίσανε,να τα πούνε στους άλλους.

Όλοι μαζί αρχίσανε αμέσως τον αγώνα με το χιόνι. Φτυαρίσανε,πνιγήκανε στο χιόνι. Κόλλησε στα γένια τους και τα μουστάκια . Ξυλιάσανε τα χέρια τους,αλλά καταφέρανε τέλος να βρούνε «μαύρη» γης.

Χαμένος κόπος κι ούτε έχουνε δύναμη να καταπιαστούνε πάλι από την αρχή!Πήρανε τότε στον ώμο τις τρείς γίδες και κατηφορίσανε για το χωριό.Τα αδύνατα δυνατά κάμανε,για να παρηγορήσουνε το Δήμο.Τίποτε  όμως δεν κατάφεραν. Του ήρθε καημός άσβηστος: Τι είναι το κακό που με βρήκε! Εγώ να το πάθω αυτό!Τάχα αν άκουα τους γέρους…..Αλλά τώρα είναι αργά πιά».Που ο Γιάννος !Θα ξανακάμω ορόβατα».

Ο Δήμος έπεσε άρρωστος βαριά.Πέρασε ο χειμώνας κι η άνοιξη τόνε βρήκε στο στρώμα. Το καλοκαίρι δεν πήγε καλύτερα. Κι όταν ήρθε το χινόπωρο κι αρχίσανε να κυτρινοφυλλιάζουνε τα κλαριά,παράδωσε το πνεύμα του στον Κύριο κι άφησε την οικογενειά του έρμη και σκοτεινή, να παραδέρνει στη φτώχεια και την ορφάνεια.

 
Γιώργου Ντεγιάννη
Μέσα στους λόγγους

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.