Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Το Μοιρολόι της Παναγίας



Πάνε πολλά χρόνια, που κάθε Μεγάλη Παρασκευή, όλα τα παιδιά εκστρατεύαμε στις κοντινές πλαγιές, αλλά και μακρύτερα ακόμα, για να μαζέψουμε λουλούδια για τον Επιτάφιο.
Αγόρια και κορίτσια, χωρισμένα σε παρέες, προσπαθούσαμε να βρούμε όσο γίνεται περισσότερα και σπανιότερα λουλούδια, για να στολίσουν μ’ αυτά οι γυναίκες τον Επιτάφιο.
Έπρεπε να πάμε νωρίς, για να προλάβουμε να γυρίσουμε στην ώρα μας.
Τα λουλούδια που μαζεύαμε, ήταν στην πλειονότητα τους αγριολούλουδα. Παπαρούνες, μαργαρίτες, μουτζούρες, κεφαλάδες, δεντρολίβανο, σκυλάκια, ανεμώνες διαφόρων χρωμάτων και άλλα. Αν η εποχή ήταν τέτοια, που να είχαν «σκάσει» οι τριανταφυλλιές, μαζεύαμε και τριαντάφυλλα.
Όταν γυρίζαμε, φορτωμένοι, αγκαλιές λουλούδια, άρχιζαν τα σχόλια και οι αντεγκλήσεις, για το ποιος έφερε τα περισσότερα, τα καλύτερα και τα σπανιότερα.
Τα κορίτσια, που από εκείνη την εποχή ακόμα, ωρίμαζαν πολύ νωρίτερα από εμάς τα αγόρια, απαλλαγμένα από τέτοιου είδους συμπλέγματα, κάθονταν και βοηθούσαν τις γυναίκες στο στόλισμα του Επιτάφιου.
Εμείς, στην αυλή της εκκλησίας, αρχίζαμε το παιχνίδι. Παίζαμε αμπάριζα (αμπάρτζα) ή το τόπι. Ήταν μεγάλη τύχη να είχε κανείς δικό του τόπι, γιατί ήταν ο γενικός κουμανταδόρος του παιχνιδιού. Μπορούσε να μοιράσει τις ομάδες όπως ήθελε, μπορούσε να αποβάλλει όποιον αυτός θεωρούσε αίτιο μιας οποιασδήποτε παρατυπίας στο παιχνίδι και μπορούσε μόνο αυτός, να κρίνει πια ενέργεια ήταν φάουλ, πιο γκολ ήταν κανονικό και πιο όχι. Όλα αυτά βέβαια με την απειλή ότι θα πάρει το τόπι του και θα φύγει. Άλλες φορές παίζαμε τις καβάλες (πρωτελιά) ή μακριά γαϊδούρα, όπως τη λένε σήμερα, όπου ο ένας έσκυβε και οι άλλοι πηδούσαμε από πάνω του εναλλάξ, ανάλογα με τους κανόνες του παιχνιδιού. Ήταν μόνο στο παιχνίδι αυτό, που επιτρεπόταν να περάσει κάποιος από πάνω μας. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση απαγορευόταν, γιατί αν ήμασταν καθιστοί ή ξαπλωμένοι και κάποιος περνούσε από πάνω μας, τότε «δεν θα μεγαλώναμε». Γι’ αυτό, όποιος κατά λάθος περνούσε από πάνω μας, έπρεπε να ξαναπεράσει με την αντίθετη φορά για να «λυθούν τα μάγια».
Ήταν όμορφα. Το ξεφάντωμα, ακουγόταν σε όλο το χωριό. Οι φωνές μας ανακατεμένες με το κελάηδισμα των χελιδονιών που παρεπιδημούσαν κατά χιλιάδες τότε στο χωριό, διάχεε μια ακουστική πανδαισία, αλλά και ενόχληση κάποιες φορές στις γυναίκες που στόλιζαν τον επιτάφιο, οι οποίες έβγαιναν συχνά για να μας επαναφέρουν στην τάξη και στην ηρεμία.
Κάποιες φορές, κάποια γυναίκα έβγαινε και έλεγε. «Πιδιά, δε θα μας φτάσνει τα λουλούδια, ποιος θα πάει να μαζέψ' καμπόσα;» και τότε ως δια μαγείας, το προαύλιο της εκκλησίας άδειαζε, όλοι τρέχαμε να εκτελέσουμε την εντολή και σε ελάχιστη ώρα ήμασταν πίσω, να φέρουμε τα λουλούδια και να συνεχίσουμε το παιχνίδι, το ξεφωνητό, τους τσακωμούς μας, τα πειράγματά μας
Κατακόκκινοι από τον ήλιο, ιδρωμένοι από το τρέξιμο, αλλά χαρούμενοι και με διάθεση να τρέχουμε και να παίζουμε για ώρες ολόκληρες ακόμα. Άλλωστε δεν ήταν μια τυχαία μέρα. Όλη αυτή η κινητοποίηση των μεγάλων, οι γυναίκες μέσα στην εκκλησία, που έφτιαχναν τον επιτάφιο, μας ενίσχυε την αίσθηση ότι αυτή η μέρα ήταν διαφορετική και αυτό ενστικτωδώς μας έκανε να χαιρόμαστε ακόμα περισσότερο.
Κάποια στιγμή μέσα από την εκκλησία, έφτανε στ’ αυτιά μας ένα τραγούδι αλλιώτικο, βγαλμένο από πολλά χείλη. Ένα τραγούδι που δεν έμοιαζε με τα άλλα. Είχε ένα ρυθμό λυπητερό, στενάχωρο και οι γυναικείες και κοριτσίστικες φωνές, είχαν μια σοβαρότητα, μια σεμνότητα, μια αξιοπρέπεια. Δεν ήταν τραγούδι για χορό, για γλέντι, για χαρά.

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.

Ξαφνικά το παιχνίδι σταματάει. Σαν τα πρόβατα που άκουσαν το σφύριγμα του τσοπάνη, μπαίνουμε σιγά σιγά στην εκκλησία. Εκεί που πριν από λίγο μπαίναμε και βγαίναμε φωνάζοντας και γελώντας, τώρα μπαίνουμε και κάνουμε το σταυρό μας. Ξαφνικά αισθανόμαστε την ιερότητα του χώρου. Οι γυναίκες καθισμένες γύρω από τον επιτάφιο, που έχουν τελειώσει το στόλισμά του, συνεχίζουν το μοιρολόι.

Σήμερα έβαλαν βουλή, οι άνομοι Εβραίοι.
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.

Καθόμαστε και ακούμε το μοιρολόι, ακούμε στίχο προς στίχο τα πάθη του Χριστού, η ευαίσθητη παιδική καρδούλα μας συγκινείται.
Αισθανόμαστε το Χριστό σαν να είναι ο μεγάλος αδελφός μας, σαν να είναι ο πατέρας μας ή ακόμα σαν να ήμασταν εμείς οι ίδιοι και με την ιδέα του πόνου που θα ένιωθε η μανούλα μας από τα πάθη μας, δυο μαργαριταρένια δάκρυα πάνε να κάνουν την εμφάνιση τους στα αγνά, αθώα ματάκια μας.

Για να θυμηθούν οι παλιοί και να μάθουν οι νεότεροι, δημοσιεύουμε το Μοιρολόι της Παναγίας, έτσι όπως το έλεγαν οι Στενιώτισσες

«Το μοιρολόι της Παναγίας»

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή, οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα, καθόταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε, για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ' εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα.
Σώνουν Κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιό σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς, εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε, έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμα, για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθ’ ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της,
ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητάει τ’ αργυροψάλιδο, να κόψει τα μαλλιά της.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα,
πήραν το δρόμο, το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τ’ς έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα
κι η πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της,
τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, κανέναν δεν γνωρίζει
τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Άι-Γιάννη.
Αφέντη Αγιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του γιου μου,
μην’ είδες τον υιόκα μου και το διδάσκαλο σου;
Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χειροπάλαμο, για να σου τον(ε) δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είν’ο Γιόκας σου και με διδάσκαλος μου.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τον ερωτάει:
Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Σύρε μάνα μ’ στο σπίτι σου, κάμε την προσευχή σου
βάλε τραπέζι θλιβερό κι αφράτο παξιμάδι
και δώσε την παρηγοριά, να την(ε) λάβουν όλοι.
Μόνο το Μέγα Σάββατο, κοντά το μεσονύχτι
που θα λαλήσ’ ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες
Σημαίν’ ο θεός, σημαίν’ η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά-Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει.
Κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.

Γιάννης Γιαννούκος
To λουλούδι που στόλιζαν τον Επιτάφιο.Μουτζούρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.