Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες απ' τη Στενή


Το τζάκι στο σπίτι του Θοδωρή τ' Γιαννιού (Σιμιτζή), είχε πολύ δουλειά εκείνο το βράδυ, του Δεκέμβρη 193... στην Κάτω Στενή, λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Οι ανταύγειες της φωτιάς, χόρευαν ασταμάτητα και έκαναν τα τρελά παιχνίδια τους, πάνω στους τοίχους του δωματίου.Πάνω στην τζιροστιά, μια κατσαρόλα ετοίμαζε κάποιο όσπριο για το δείπνο. Οι τρεις κόρες του Θοδωρή, η Ελένη (Λαναρίτσα), η Βαγγελιώ και η Κατίνα, ζεσταίνονταν κοντά στη φωτιά, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην κατσαρόλα.
Έξω το χιονόνερο, ράπιζε σαν μαστίγιο τα πρόσωπα των ανθρώπων, που βιαστικά γυρνούσαν στο σπίτι τους, ενώ ο δυνατός άνεμος, πάγωνε περισσότερο την ατμόσφαιρα.
Ξάφνου η πόρτα άνοιξε και στο άνοιγμά της εμφανίστηκε με μια αγκαλιά ξύλα στα χέρια η Παναγιού η Μπουζούλα, σύζυγος του Θοδωρή.
"Πόψι Θουδουρή, είνι Κριτσμάς" είπε και γυρνώντας στα παιδιά, λέει. Ιλάτι να βάνου να φάτι κι ύστρα να πέσιτ' να λαγάσιτι.
Την άλλη μέρα το πρωί ο καιρός ήταν κάπως πιο μαλακός. Η οικογένεια είχε ξυπνήσει, όταν φωνές ακούστηκαν από την αυλή. "Θουδουρή, ε Θουδουρή. Στην αυλή, ταλαιπωρημένος, παγωμένος, με εμφανή τα σημάδια της κούρασης και της αϋπνίας, ήταν ο Θανάσης ο Πισινάρας (Σιτιμπούρας). Άντι Θουδουρή, τράβα κατ' στουν Α-Γιωρ' να φέρ'ς τα παιδιά. Και αφού μπήκε μέσα στο σπίτι, εξήγησε επιτροχάδην τι είχε συμβεί την προηγούμενη βραδιά.
- Ο Σιτιμπούρας -απ' ότι είπε- ερχόταν από τη Χαλκίδα, μαζί με τη γυναίκα του Μαρία και την κουνιάδα του Παναγιού (Μύξινα). Βλέποντας τον καιρό να χειροτερεύει μπήκαν μέσα στο εξωκκλήσι του Αι-Γιώργη, μήπως και φτιάξει ο καιρός, αλλά αυτός χειροτέρεψε ακόμα πιο πολύ.
Όταν είχε νυχτώσει βλέπουν να μπαίνουν μέσα στο εξωκκλησάκι οι τρεις φίλοι που ήταν μαθητές Γυμνασίου στη Χαλκίδα και ερχόντουσαν στο χωριό για τις γιορτές. Ήταν ο Απόστολος Σιμιτζής του Θοδωρή, ο Τάσος Εμμανουήλ και ο Στέφανος Μπεληγιάννης (Κούτσουνος).
Ο Θοδωρής μόλις άκουσε όλ' αυτά, ετοίμασε τη Μούλα, πήρε μαζί του και μία καπότα και ξεκίνησε να φέρει τα παιδιά. Τα έβαλε όλα πάνω στη Μούλα, τα τύλιξε με την καπότα και τάφερε στην Κάτω Στενή.
Και να τι είχε συμβεί. Οι τρεις φίλοι και συμμαθητές στο Γυμνάσιο Χαλκίδας, λόγω των γιορτών των Χριστουγέννων, αποφάσισαν να έρθουν στη Στενή, με τα πόδια φυσικά, μια και τότε δεν υπήρχε συγκοινωνία. Ήταν ο Αποστόλης Σιμιτζής ο Τάσος Εμμανουήλ και ο Στέφανος Μπεληγιάννης, μαζί με δύο παιδιά από τις Γίδες (Αμφιθέα).
Ξεκίνησαν με βροχή και φορτωμένοι τα ταγάρια τους, γεμάτα με βιβλία, ρούχα άπλυτα κλπ. πήραν το δρόμο για το χωριό. Όσο προχωρούσαν, η βροχή γινόταν χιονόνερο και ο άνεμος δυνάμωνε. Φτάνοντας στις Γίδες, οι καιρικές συνθήκες ήταν στο πιο επικίνδυνό τους σημείο.
Τα παιδιά από τις Γίδες, πρότειναν στους τρεις φίλους μας να μείνουν εκείνη τη βραδιά να τους φιλοξενήσουν, αλλά δεν το δέχτηκαν.
Φτάνοντας στον "κατακλυδάρη", διαπίστωσαν ότι η διέλευση ήταν αδύνατη, γιατί απ' την πολύ βροχή το ποτάμι είχε "κατεβασιά".
Άρχισαν λοιπόν να περπατούνε το ποτάμι δίπλα-δίπλα, με κατεύθυνση το χωριό. Όμως οι δυσκολίες μεγάλες. Το χιονόνερο τους ράβδιζε τα πρόσωπα, ο αέρας έκανε δύσκολο το περπάτημά τους και στα οργωμένα χωράφια, τα πόδια τους χώνονταν μέχρι το γόνατο.
Σε κάποια στιγμή, ο Αποστόλης "κιότεψε" και "κολόκατσε" πάνω στο οργωμένο, λέγοντας στους άλλους να τον παρατήσουν και να φύγουν. Όμως αυτοί επέμεναν και με "τα χίλια στανιά" τον έπεισαν να τους ακολουθήσει και κρατώντας τον κάπου - κάπου, έφτασαν στον Αι-Γιώργη νύχτα και μουσκεμένοι ως το κόκαλο, όπου βρήκαν τον Σιτιμπούρα.
Αλλά και εκεί τα πράγματα ήταν "σκούρα". Με μουσκεμένα ρούχα, χωρίς κλινοσκεπάσματα και χωρίς φωτιά. Κάπου - κάπου άναβαν κάποιο κερί για να ζεσταθούν.
- Την άλλη μέρα, όπως είπαμε, ο καιρός ήταν καλύτερος. Μέχρι να έρθουν οι γονείς του Τάσου και του Στεφανή από την πάνω Στενή να τους πάρουν, οι τρεις φίλοι, άλλαξαν, ζεστάθηκαν και έφαγαν.
Μπροστά στο τζάκι, γύρω απ' το σοφρά, με τα καβάθια γεμάτα αχνιστά όσπρια, πριν αρχίσει το φαγητό, ο Θοδωρής τ' Γιαννιού και οι υπόλοιποι, έκαναν "Σταυρό" που για κείνη τη μέρα είχε διπλή σημασία. Πρώτον για τον άρτον τον επιούσιον και δεύτερον για το αίσιο τέλος της περιπέτειας του γιου τους.

Γιάννης Γιαννούκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.