Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

ΑΛΩΝΙΣΜΑ


Μόλις τέλειωνε ο θερισμός άρχιζε το αλώνισμα. Τοποθετούσαν τα δεμάτια σε στρογγυλό σχήμα, με ένα αφαλό (κενό) στη μέση, για να ανοίξουν τους κύκλους που έκαναν τα ζώα και να μην ζαλίζονται. Κάποιοι λίγοι νοικοκυραίοι που είχαν πάρα πάνω δεμάτια έκαναν κι άλλες θημωνιές. Υπήρχαν και δυο τρεις Στενιώτες νοικοκυραίοι, που είχαν και τρεις θημωνιές.

 Στη Στενή υπήρχαν δυο αλώνια τα πέρα και τα δώθε και ο καθένας πήγαινε, ανάλογα σε ποιο ήταν το χωράφι του κοντά Τα παλαιότερα αλώνια της Στενής ήταν τα Παλιάλωνα λίγο πιο κάτω από τα σημερινά στο δρόμο για τα θυμάρια. Στο αλώνισμα ήταν η σειρά των βαλμάδων. Βαλμάς είναι ο τεχνίτης του αλωνίσματος, το ζώο και το ντουέν. Στο αλώνισμα έμπαινε και το πνεύμα της αλληλοβοήθειας «τα δαν(ει)κά».

Ο ένας βοήθαγε τον άλλον. Για 300 δεμάτια χρειάζονταν πέντε βαλμάδες. Εξήντα δεμάτια ο βαλμάς. Κάποιοι έφτιαχναν και θημωνιές με 500 δεμάτια και τα ανέβαζαν όσο πιο ψηλά μπορούσαν, ίσως και για φιγούρα. Τότε χρησιμοποιούσαν 4 + 4 βαλμάδες σε δυο βάρδιες. Φοράδα, γαϊδούρι, μουλάρι και λίγο παλαιότερα και βόδια. Μόλις έμπαιναν τα δεμάτια στη σειρά ξεκίναγαν οι βαλμάδες
Ντουέν


Γύρω-γύρω συνέχεια χωρίς σταματημό, ενώ κάποιος έσπρωχνε τα δεμάτια να είναι μέσα στη στρογγυλή περίμετρο των βαλμάδων. Όσοι προσλαμβάνανε βαλμάδες επί πληρωμή και όχι «δανεικά» τους πλήρωναν με ένα ή δυο ξάγια σιτάρι την ημέρα. Αφού γύριζαν τα δεμάτια με το δικούλι και έφερναν τα πάνω κάτω, ξεκίναγαν και πάλι για να τελειώσουν κι αυτά που δεν είχαν γίνει. Σταδιακά ξεχώριζε το σιτάρι από το άχυρο.
Αφού τέλειωνε το αλώνισμα σειρά είχε το ξανέμισμα (λίχνισμα). Στα περισσότερα χωριά περίμεναν τον αέρα για να ξανεμίσουν. Στη Στενή ήξεραν ότι στα αλώνια, συνήθως κάθε βράδυ είχε «πόηο»*. Αφού ξανέμιζαν το «λιώμα», που το είχαν μαζέψει σε σωρό, μάζευαν τον καρπό του σιταριού με κόσκινο και καθάριζαν τα σκύβαλα* με τα οποία τάιζαν τα ζώα. Για το ξανέμισμα χρησιμοποιούσαν το καρπολόι και το δικούλι. Το άχυρο, που είχε μαζευτεί σε σωρό, το σάκιαζαν στα αχυρόσακα και το πήγαιναν στα κατώγια «στου μπλέχτ»*
για να έχουν τα ζώα φαΐ για το χειμώνα. Τον καρπό, τον πέρναγαν από το δρινόνι ή δερμόνι (χοντρή σίτα), για να καθαρίσει από τα σκύβαλα, τον έβαζαν στα καρπόσακα και τον πήγαιναν στα αμπάρια.
Δριμόνι (Δερμόνι)
Τα καρπόσακα και τα αχυρόσακα τα έφτιαχναν από το φυτό σπάρτο και να πως.
Στον τόπο μας φύεται σε μεγάλες ποσότητες και έχει ύψος περίπου δύο μέτρα. Επειδή λοιπόν δεν υπήρχαν χρήματα για να αγοράσουν σακιά, τα έφτιαχναν από σπάρτο.
Μάζευαν τα βλαστάρια από τα σπάρτα και τα κάνανε δέματα. Τα μεταφέρανε στο χωριό και τα πηγαίνανε στο ποτάμι. Τα βυθίζανε μέσα στο νερό και για να μην τα παρασύρει η ορμή του ποταμιού, βάζανε από πάνω πέτρες. Τα αφήνανε εκεί τρεις-τέσσερις μέρες για να φουσκώσουν.
Λίχνισμα
Ύστερα τα βράζανε στο καζάνι (κακάβι). Όταν βράσουν, τα βγάζουν και τα αφήνουν να κρυώσουν. Όταν κρύωναν τους βγάζανε τη φλούδα και τα χτυπάγανε πάνω σε μια πέτρα με έναν ξύλινο κόπανο και απ το πολύ χτύπημα γινόταν σαν μαλλί.
Κατόπιν το βάζανε στα «λανάρια» που ήταν δύο τετράγωνα σανίδια με χερούλια και είχαν επάνω καρφωμένες, σιδερένιες βελόνες.
Στη συνέχεια γινόταν το γνέσιμο με τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι. Μετά τα μάζευαν σε κουβάρια και τα πήγαιναν στην «τυλίχτρα» Η τυλίχτρα ήταν ένα εργαλείο που μετέφερε το νήμα, από το κουβάρι στο «Αντί» με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι έτσι ρυθμισμένο το νήμα να υπακούει στις «πατήθρες» και να περνάει ανάμεσά τους η «σαΐτα»
Από το ύφασμα λοιπόν αυτό, έφτιαχναν τα καρπόσακα και τα αχυρόσακα και επειδή το ύφασμα αυτό ήταν πολύ γερό, τα σακιά κρατούσαν πολλά χρόνια.
Πολλές γυναίκες έφτιαχναν και φουστάνια απ΄ αυτό.

Γιάννης Γιαννούκος

Δερμόνι. (Δριμόνι) Αραιή σίτα, για το καθάρισμα του σιταριού. Υπήρχε και δερμόνι, που αντί για σίτα, είχε στη βάση λαμαρίνα, με τρύπες ανάλογες του καρπού που θέλαμε να καθαρίσουμε. Πιο μικρές για σιτάρι φάβα κ.λ.π. και πιο μεγάλες για καλαμπόκι, ρεβίθια κ.ο.κ.
Μπλέχτης.   Ο αχυρώνας. Ένα μέρος που είχε χωριστεί με σανίδες ή κλαδιά στο κατώι και το χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη ζωοτροφών.
Ντουέν.   Εργαλείο αλωνίσματος. Είχε μήκος περίπου ένα μέτρο και πλάτος 30 έως 35 εκατοστά. Από κάτω είχε σιδεράκια σαν λεπίδες. Μπροστά και πίσω ήταν εφαρμοσμένες σανίδες, για να στηρίζει τα πόδια του ο αναβάτης. Επίσης μπροστά και πίσω, ήταν καμπυλωτό, δημιουργούσε «μύτη». Στη μπροστινή μύτη είχε χαλκά για να προσδένεται στο ζώο.
Πόηο  Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες ζέστες, μετά τη δύση του ήλιου, μερικές φορές έπιανε ένα ελαφρύ δροσερό αεράκι  που συνήθως κρατούσε και όλη τη νύχτα. Το αεράκι αυτό εκτός από τη δροσιά που πρόσφερε, είχε και άλλες ευεργετικές ιδιότητες, όπως  ήταν το ξανέμισμα  που γινόταν μετά το αλώνισμα και ήθελε αέρα για να ξεχωρίσει ο καρπός από το άχυρο.
Αυτό το ελαφρύ δροσερό αεράκι το λέγανε πόηο.(από+ήλιος)
Σκύβαλα. Υπολείμματα από το κοσκίνισμα των δημητριακών και ιδιαίτερα του σιταριού, που τα χρησιμοποιούσαν για τροφή των ορνίθων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.