Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Τα τοπωνύμια των νομάδων






.....Η χωρίς  όριο υλοτόμηση είχε δημιουργήσει μεγάλες καταστροφές στο λόγγο της Στενής και αρκετά σημεία ήταν εντελώς αποψιλωμένα. Την καταστροφή αυτή ήρθε να συμπληρώσει η μετακίνηση νομάδων τσοπάνηδων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν με τις «Τέντες» τους για λίγα χρόνια.

Για το ποιοι ήταν αυτοί οι νομάδες ο Γ.Ντεγιάννης δεν αναφέρεται. Σαρακατσάνοι,Βλάχοι; Αυθαίρετα μόνο μπορούμε να συμπεράνουμε από το γεγονός ότι το τοπωνύμιο “Τάφος” που ανέφεραν οι νομάδες οι Στενιώτες το λένε στου «Βλαχάκη» . Το πέρασμα αυτό έγινε αρκετά πριν το 1860 όπου υπήρχε έκθεση Δασαρχείου και Δασική Υπήρεσία.



Το πέρασμα των Βλάχων  από τη Στενή.

“Όταν γδάρθηκε ο δασότοπος ,ήρθαν αυτοί που διαφεντεύουν στο γυμνό.Απο τα μακρινά βουνά τους τράβηξε στο δασότοπο το χορτάρι και το κλαρί.Οι σκηνίτες μόλις μάθανε,πως δόθηκε άδεια να κοπεί το δάσος αρχίσανε να σαλαγούνε κατά κει τα γίδια τους.Θα «έτριβαν» αυτά κλαρί χρόνια από τις φυλλωσιές των δένδρων.
Την ώρα που λεγερνε το πρώτο δένδρο,τα γίδια είχανε φτάσει κιόλας στο σύνορο του λόγγου.Όπως τα όρνια κλείνοντας τις φτερούγες τους,κατεβαίνουνε γύρω στο ζωντανό,που έχει πέσει και δέρνετε να ψοφήσει….

Ενώ τα γίδια παρακολουθούσανε τους λοτόμους,φτάσαν από κοντά πρόβατα κι άλογα  ξέστρωτα.Τώρα ξεφώτισε,θα χωθεί ο δασότοπος στο χορτάρι.Άν είχαμε τότε δασική αστυνομία,ούτε ποδάρι δε θα άφηνε να πατήσει αυτό το μέρος.Πως όμως να τους έχουμε τους δασοκόμους,αφού η δασοκομική σκολή ιδρύθηκε πολύ πιο ύστερα;

Κουβαληθήκανε λοιπόν ελεύθερα οι νομάδες και στρογγυλοκαθήσανε στο δασότοπο.Στήσανε τις σκηνές τους και καταπατήσανε το μέρος να ιδούνε που θα χτίσουνε τα γιδομάντρια και που τα πρατομάντρια.

Έπειτα δώσαν ονόματα στις τοποθεσίες για να ξέρουνε,που πηγαίνουν,πούθε έρχονται,που βρίσκονται.

Το ένα βουνό το είπανε «Μαδάρα» και το άλλο «Ξεροβούνι». Έπειτα πήρανε με τη σειρά τα ρέματα: «Βαθύρεμα», «Ξενόρεμα», «Ξεροκάναλο», «Νεροφάγωμα».Τον κώνο τον ονομάσανε «Δρακωσουρειό».

Ύστερα είπανε μερικές τοποθεσίες «Λιθαρόστρουγγα» και μερικές άλλες «Κοπρισιά». Και τις ξεχωρίζανε λέγοντας από κοντά και το όνομα εκείνου,που είχε το κοπάδι που αρμεγότανε σε αυτή τη στρούγκα,που πλάγιαζε σε αυτή τη κοπρισιά.


Δώσαν όνομα και στο μέρος,που στήσαν τις σκηνές: «Τέντες».Για την ώρα δεν τους χρειάζονταν άλλα ονόματα.Με τον καιρό θα βλέπανε και θάκαναν.

Τα πρώτα χρόνια βρήκανε στο δασότοπο «το μήνα που θρέφει τους έντεκα»Χούμος κι όπως δεν είχε ξεπλυθεί ,έβγαλε ένα γόνατο χορτάρι. Αλλά με τον καιρό δουλεύανε και τα ποδάρια των κοπαδιών κοντά στο νερό.Κάνανε το χώμα κουρνιαχτό. Και τότε αυτός έφευγε με την πρώτη βροχή ανάμεσα από τα λιθάρια.Στην κατηφοριά τα λιθάρια ,χάνοντας κάποια στιγμή το στήριγμά τους, κατρακυλούσανε στο χαμηλότερο μέρος, την καναλιά.Εκεί σμίγανε με τα άλλα, που ξεκινούσαν από την απέναντι κατηφοριά. Αρχίζοντας από την κορυφή σκέπαζαν ως κάτω την καναλιά με στρώμα παχύ.Τίποτε πια δεν μπορούσε,να φυτρώσει σε αυτόν τον πετροσωρό.Τώρα ασφαλώς τους χρειάζονταν νέα ονόματα.  Εδώ είναι η «Σάρα»,πιο κάτω η «Μακριά Σάρα»,απένανι οι «Σάρρες». Έτσι συμπλήρωσαν οι σκηνίτες τις ονομασίες.

…..Αλλά τα πράγματα δεν πήγαν ως το τέλος, όπως τα υπολόγιζαν .Ο τόπος ξεπλύθηκε πια και το χορτάρι δεν έβρισκε χώμα να ριζώσει.Τα κοπάδια ήταν αναγκασμένα να γυρίζουνε παντού σαν να τα κυνηγούσανε.Ένα περνούσε ψηλά,άλλο στη μέση της πλαγιάς,άλλο χαμηλά και σταυρονότανε με άλλα που φτάναν από το αντίθετο μέρος.Τα θέριζε η πείνα τα ζωντανά και δεν τα χωρούσε ο τόπος,να σταθούνε.

Οι πλαγιές πήρανε κλήση απότομη.Βράχοι στεκόντανε στον αέρα,έτοιμοι να ξεκινήσουνε τον κατήφορο με το πιο αλαφρό άγγιγμα.Τη μια μέρα τσακιζόταν ένα γίδι,την άλλη τσακιζόντανε πέντε πρόβατα. Δεν έλειπε καθημερινά η ζημιά.

Καβγάδες ανάψανε και φαγωμάρα άρχισε: «Γιατί τα πέρασες ψηλά τα γίδια,ενώ έβλεπες χαμηλά το κοπάδι μου;»

Τα άλογα έπειτα δε μπορούσανε πια να πατήσουνε τον τόπο. Σφηνωνόντανε στις «γράβες» και τραβώντας τα «βγαίνανε»,παθαίναν εξαρθρώσεις η και το χειρότερο,μην καταφέρνοντας να «ξεπιαστούνε»,πέφτανε και κόβανε «στρογγυλό» το πόδι τους.

Μέσα σε αυτές τις αξεπέραστες δυσκολίες πάλευε η νομαδική κτηνοτροφία,όταν της ήρθε κι ανείπωτη συμφορά.Τα γίδια περνούσανε ψηλά.Χαμηλά το μονοπάτι –στη ρίζα «στη Μακριά Σάρα»-πήγαινε ένας βοσκός. Παλληκάρι είκοσι χρονών, ως εκεί πάνω ψηλός.Τα γίδια κύλησαν ένα βράχο.Μόλις άκουσε ο βοσκός το βρόντο,γύρισε και κοίταξε κατά που έρχεται.Του φάνηκε πως είχε γραμμή,να περάσει ίσια εκεί που ήταν αυτός.Πισωδρομεί λοιπόν στη στιγμή,έχοντας στην πέτρα το μάτι του. Ο βράχος χτυπάει σε ένα εμπόδιο παίρνει βόλτα και στρίβει,να περάσει ξωπίσω από το βοσκό. Τρέχει τότε κι αυτός,να ξεφύγει από το άλλο μέρος.αλλά του φαίνεται,πως ο βράχος αλλάζει γραμμή,πως τόνε παρακολουθεί.Σαστίζει,τα χάνει,με το πέρα-δώθε,μένει στο ίδιο μέρος κι –η οργή του Θεού-ο βράχος τόνε πετυχαίνει,τόνε τινάζει αποκάτω στο νεροφάφωμα και τόνε σκοτώνει.

Κανείς δεν τον είδε.Νύχτωσε και σα δε γύρισε με την ώρα του στις «Τέντες» βρήκαν αγνάντιο και ρίξανε φωνές.Αλλά μονάχα τον αντίλαλο της δικής των φωνής τους στείλανε πίσω οι ρεματιές κι οι πλαγιές.

Την άλλη μέρα φάγανε τα βουνά,ψάχνοντας,χουιάζοντας,ρωτώντας.Πάει αυτή η μέρα.Το βράδυ,που μαζευτήκανε στις «Τέντες» ,καθάσανε συλλογισμένοι,σκασμένοι και παιδεύανε το νού τους,τι να έπαθε.Δεν τους είχε τύχει άλλη φορά τέτοιο κακό.Χίλια βάνανε στο μυαλό τους και στο τέλος αποφασίσανε να ψάξουνε γκρεμό σε γκρεμό.Την άλλη μέρα περνώντας πέρα το μονοπάτι ένας με το μαντρόσκυλο ,τον ανακάλυψε μέσα στο νεροφάγωμα.Κανενός ο νούς δεν τόβανε πως ήταν σκοτωμένος εκεί μέσα.Τον κουβαλήσανε –σηκωτό-στις «Τέντες» τόνε νεκροστολίσανε και τόνε θάψανε χωρίς παππα κάπου εκεί.Αυτό το μέρος το λένε και σήμερα «Τάφο»,ένα όνομα που ποτέ δεν ποθήσανε οι σκηνίτες να ειπωθεί.

«Μας κατατρέχει ο τόπος» είπανε-μόλις τελειώσανε το θλιβερό έργο και ξεσηκώθηκαν.Άφήσανε το δασότοπο και πήγαν από εκεί που ήρθαν.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗΣ

«Μέσα στους λόγγους»

Σελ.78,79,80

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.