Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Μικρές ιστορίες


Ο Γιώργος Σιμιτζής και ο Κώστας Καρλατήρας (Καστάνας)
                                                   (Παλιά ευτράπελα περιστατικά.)


Όλοι οι παλαιότεροι Στενιώτες, αλλά και οι κάτοικοι των χωριών του Δήμου Διρφύων, ήξεραν το καφενείο του Γιώργου Σιμιτζή που ήταν επί της οδού Γαζέπη στη Χαλκίδα.
Εκεί καθόντουσαν για τον καφέ τους όταν κατέβαιναν στη Χαλκίδα για τα ψώνια τους ή για άλλες δουλειές, εκεί άφηναν τα πράγματά τους  για να τους τα φυλάει για να μην κυκλοφορούν φορτωμένοι στη Χαλκίδα, μιας και σπάνια κατέβαιναν και είχαν πάρα πολλές δουλειές να κάνουν και πολλά πράγματα να ψωνίσουν και εκεί έπιναν τον καφέ τους ή το ουζάκι τους περιμένοντας την αναχώρηση του λεωφορείου που θα τους ξανάφερνε στα χωριά τους.
Ο Γιώργος Σιμιτζής ήταν από το Μίστρο Ευβοίας και ήταν συγγενής μου από το γένος της Μάνας μου.
Στη Στενή πριν πολλά χρόνια είχε έρθει ένα παλικάρι από το κλιμάκι του Μίστρου,  που λεγόταν Καρλατήρας. Παντρεύτηκε και έκανε πολλά παιδιά και εγγόνια.
Ένας από τους απογόνους του Καρλατήρα, ήταν ο Κώστας Καρλατήρας (Καστάνας),. ο οποίος διακρινόταν για τα καλαμπούρια τα αστεία και τις φάρσες που σκάρωνε στους φίλους του. Όμως και ο Γιώργος Σιμιτζής δεν πήγαινε πίσω στον τομέα αυτό.

Το επάγγελμα του Κώστα ήταν χασάπης, που όμως δεν είχε κρεοπωλείο, αλλά το λειτουργούσε στο ύπαιθρο, κυρίως τα Σαββατοκύριακα, απ΄ ότι θυμάμαι, κάτω από τη μουριά του Κατού στη Στενή και μιας και δεν υπήρχαν ψυγεία έβαζε το κρέας σε ένα κουτί που γύρω γύρω ήταν τυλιγμένο με ψιλή σήτα για να μην πάνε οι μύγες.
Διαλαλούσε λοιπόν το εμπόρευμά του και έλεγε «Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και εγώ ανάλαβα την τροφοδοσία του. Άλλος του κρέας!!!»
Αυτό γινόταν κατά τα χρόνια της κατοχής και έως το 1948 περίπου. Μετά ο Κώστας Καρλατήρας κατέβηκε στη Χαλκίδα και εργαζόταν ως κρεοπώλης.
Εκεί γνώρισε και τον Γιώργο Σιμιτζή και απέκτησαν πολλές φιλίες και νταλαβέρια.
Ο Κώστας Καρλατήρας (Καστάνας), αφού εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα, κάθε πρωί πηγαίνοντας στην αγορά  στο κρεοπωλείο που εργαζόταν έπρεπε να περάσει από το καφενείο του Γιώργου Σιμιτζή για να πιει τον καφέ του και να συζητήσει μαζί του τα προβλήματα της καθημερινότητας και να πουν τα καλαμπούρια τους.
Κάθε τόσο ο Σιμιτζής έλεγε στον Καστάνα να του φέρει πότε μία οκά κρέας και πότε λιγότερο. Απ΄ τις πολλές φορές λοιπόν, μία μέρα, εκεί που έπιναν τον καφέ τους, του έπιασε την κουβέντα ο Κώστας και του είπε. Φίλε μου σήμερα έχω καλό κρέας, μοσχαρίσιο, θα πάρεις; Ναι του λέει ο Σιμιτζής. Φίλε Κώστα να στείλεις μία οκά κρέας στο σπίτι μου. Αλλά ο Κώστας ο Καστάνας του πήγε δύο οκάδες.
Όταν πήγε στο σπίτι ο Σιμιτζής η γυναίκα του άρχισε την γκρίνια. Τι έχεις και γκρινιάζεις; Τις λέει ο Σιμιτζής. Και αυτή του απαντάει. Γιατί αυτός ο προκομμένος ο φίλος σου μας έστειλε δύο οκάδες κρέας. Τι να το κάνουμε τόσο κρέας, δύο άτομα είμαστε.
Στενοχωρέθηκε λίγο ο Μπαρμπαγιώργος(το Μπαρμπαγιώργος το γράφω γιατί ήταν και της μάνας μου ξάδελφος, της Δέσπως του Λαδά) και λέει στη γυναίκα του: άστον θα στον φτιάξω εγώ αυτόν αύριο που θα έρθει από το καφενείο.
Την άλλη μέρα το πρωί που πήγε ο Καστάνας για να πιει καφέ ήταν λίγο επιφυλακτικός γιατί ο Σιμιτζής ο ξάδερφος του ήταν πανέξυπνος. Λέει λοιπόν ο Καστάνας. «Φίλε μου καλημέρα, φτιάξε μου έναν καφέ» και ο Σιμιτζής του λέει «κάτσε Κώστα και θάρθουν οι καφέδες.
Ψήνει λοιπόν δύο καφέδες και τους πάει και τους δύο στο τραπέζι του Καστάνα. Εγώ  έναν παρήγγειλα λέει ο Κώστας. Και γω ρε Καστάνα μία οκά κρέας παράγηγειλα και εσύ μου έστειλες δύο στο σπίτι. Θα τους πιεις και τους δύο.
Ο Καστάνας τα βρήκε σκούρα λοιπόν, τους ήπιε και τους πλήρωσε και παρέμειναν αγαπημένοι όλα αυτά τα χρόνια έως τα βαθιά γεράματα.

Μαστρογιάννης Γεώργιος (Λαδάς)


Θα σε γράψω στο τζάμι

Το πρώτο καφενείο στην Κάτω Στενή το είχε ανοίξει κάποιος Μωραΐτης.
Οι Κατωστενιώτες λοιπόν είχαν την ευκαιρία να συγκεντρώνονται, να πίνουν το καφεδάκι τους, να παίζουν την ξερή, την κολτσίνα ή την πρέφα τους, να πίνουν το κρασάκι τους με στραγάλια ή στην καλύτερη περίπτωση με καμιά ρέγγα και ιδίως το χειμώνα, γύρω-γύρω από τη σόμπα να πιάνουν διάφορες συζητήσεις, μέχρι να έρθει η ώρα που θα πήγαιναν για ύπνο, να αναλάβουν δυνάμεις για την επόμενη κουραστική μέρα στα χωράφια, στις βοσκές και αλλού.
Μια μέρα, ο Γιαννάκης του Όθωνα και ο γέρο Αντωνάκης (Παπαϊωάννου), αφού παρήγγειλαν και ήπιαν, στο τέλος διαπίστωσαν ότι τα χρήματα που διέθεταν δεν ήταν αρκετά για να πληρώσουν το λογαριασμό. Συμφώνησαν λοιπόν με το μαγαζάτορα και υποσχέθηκαν να πληρώσουν την επόμενη μέρα.
Όμως είχαν περάσει κάμποσες μέρες και οι φίλοι μας δεν είχαν περάσει από το μαγαζί.
Τότε ο Μωραΐτης, πήρε ένα τεμπεσίρι (κιμωλία) και έγραψε στο τζάμι της πόρτας, στην είσοδο του μαγαζιού ότι ο…τάδε και ο    δείνα μου χρωστούν τόσα λεφτά.
Μόλις το πληροφορηθήκαν αυτό ο Γιαννάκης και ο Αντωνάκης, έτρεξαν να ζητήσουν το λόγο από το Μωραΐτη και πες, πες, πες οξύνθηκαν τα πνεύματα και αρπάζουν ο Γιαννάκης και ο Αντωνάκης κάτι πέτρες που βρήκαν πρόχειρες και τα έκαναν θρύψαλα τα τζάμια του Μωραΐτη. Το αποτέλεσμα φαντάζομαι φυσικά, ήταν να πληρώσουν και τα χρωστούμενα αλλά και τα σπασμένα τζάμια.
Από τότε, όποιος παραγγέλνει στο καφενείο ή ψωνίζει από το μπακάλικο βερεσέ, ο καταστηματάρχης του λέει χαμογελώντας πονηρά.
Μη βιάζεσαι να μου τα φέρεις τα λεφτά, το πολύ-πολύ αν αργήσεις να με πληρώσεις θα σε γράψω στο τζάμι.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΚΟΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.